The book thief

The book thief

Σάββατο 3 Αυγούστου 2013

Το θαύμα του William Gibson




O William Gibson, συγγραφέας θεατρικών έργων, ποιημάτων και λογοτεχνίας είναι πασίγνωστος για το έργο του "The Miracle Worker" (μεταφρασμένο ως "Το θαύμα της Άννυ Σάλιβαν") που διαπραγματεύεται τη σχέση μεταξύ της Helen Keller, ενός κοριτσιού που σε ηλικία 19 μηνών μένει τυφλό και κωφάλαλο και της Annie Sullivan, της δασκάλας που διδάσκει στη Helen να μιλάει και να συμπεριφέρεται και της ανοίγει ένα παράθυρο στον έξω κόσμο βγάζοντάς την έξω απ’ τον σκοτεινό και μοναχικό δικό της. Το "Miracle Worker" παραμένει ως σήμερα το πιο αξιοθαύμαστο και ζωντανό του έργο.

Ο W. Gibson γεννήθηκε στο Μπρονξ της Νέας Υόρκης στις 13 Νοεμβρίου 1914, όπου και σπούδασε δημιουργική γραφή στο City College από το 1930 ως το 1932. Μετά την αποφοίτησή του, πήγε στο Κάνσας όπου και τα έβγαζε πέρα οικονομικά ως δάσκαλος του πιάνου, ενώ παράλληλα έδειχνε ενδιαφέρον για το θέατρο. Τα πρώιμα έργα του ήταν ελαφριές κωμωδίες, δύο απ’ αυτές ("A Cry of the Players", "Dinny and the Watches") τις επανεξέτασε και ξαναέπαιξε σε θέατρα στη μετέπειτα καριέρα του. Λίγο μετά τη διαμονή του στο Κάνσας γνώρισε τη ψυχαναλύτρια Margaret Brenman. Οι δυο τους παντρεύτηκαν στις 6 Σεπτεμβρίου 1940 κι έκαναν δύο γιους, τον Thomas και τον David.

Παρ’όλο που τα έργα του έχουν κατηγορηθεί ως επιπόλαια ρεαλιστικά δράματα τα οποία συναισθηματοποιούν τα σοβαρά θέματα τα οποία διαπραγματεύονται, ο Gibson επαινείται για την καθαρή αληθοφάνεια των διαλόγων του και της ισχυρής διάθεσής του για δραματική σύγκρουση. Ο Robert Brustein παρατήρησε: "O Gibson κατέχει ουσιώδη, σημαντικά λογοτεχνικά και δραματικά προσόντα, καθώς και μια τιμιότητα της πιο υψηλής τάξης. Επιπλέον, τα έργα του διακατέχονται από αυθεντική συμπόνοια, πνεύμα, εξυπνάδα, χιούμορ κι ένα ζωντανό, λογοτεχνικό πεζό λόγο ισάξιο με εκείνο λίγων Αμερικάνων δραματουργών".

Η ιστορία του "Miracle Worker" είναι βασισμένη σε αληθινά γεγονότα κι ανθρώπους. Το έργο, αν και ρεαλιστικό, συχνά κάνει χρήση κινηματογραφικών κατευθύνσεων σε χρόνο και χώρο για να διαφωτίσει την επίδραση του παρελθόντος στο παρόν. Χρησιμοποιώντας καινοτομίες στο φωτισμό και αλλαγές στα σκηνικά πάνω στη σκηνή, ο Gibson αντιπαραθέτει την παρούσα αναζήτηση της Helen για τη γλώσσα και μια γεμάτη νόημα ανθρώπινη επαφή, με τις παρελθοντικές εμπειρίες της Annie, η οποία εν μέρει θεραπεύτηκε από τύφλωση στην παιδική ηλικία μετά από εγχειρήσεις κατά τη διάρκεια της εφηβείας της.
 Όταν φτάνει στο σπίτι των Keller στην Τασκάμπια της Αλαμπάμα, ανακαλύπτει ότι η Helen (γεννημένη το 1880) είναι εξ’ ολοκλήρου κακομαθημένη και μη συνεργάσιμη από τους γονείς της που εν γνώση τους της επιτρέπουν να κάνει το σπίτι άνω-κάτω εξ’ αιτίας του οίκτου τους γι’ αυτήν και της συνεχής άρνησής τους να επιβάλλουν πειθαρχία. Έτσι η Annie παγιδεύεται σε συνεχείς δοκιμασίες από θελήματα με την ίδια τη Helen αλλά και με την οικογένειά της, έχοντας πίσω ένα δικό της παρελθόν που τη στοιχειώνει καθώς ακούει φωνές από τον νεκρό αδερφό της, ο οποίος πέθανε από φυματίωση, κάνοντάς την να νιώθει ακόμα πιο ανίκανη και ανίσχυρη να βοηθήσει οποιονδήποτε άλλον, πολύ περισσότερο τη Helen.

Οι προσπάθειες της Annie να εκπολιτίσει τη Helen και η αντίσταση της τελευταίας καταλήγουν σε μια σκληρή, συχνά φυσική μάχη η οποία διαμορφώνει την κεντρική σύγκρουση του έργου. Επαινώντας τη φρεσκάδα και τη δύναμη του έργου, ο κριτικός Bosley Crowther των New York Times περιέγραψε την καταπληκτική συγκέντρωση ενέργειας που εμφανίζεται στις σκηνές μάχης μεταξύ της Helen και της Annie: "Η φυσική ζωτικότητα και το πάθος είναι πολύ έντονα καθώς η δασκάλα μετακομίζει και αναλαμβάνει να διεισδύσει στη ψυχή της νεαρής. ‘Όταν το παιδί, που υποτίθεται ότι είναι η Helen στην πρώιμη παιδική της ηλικία, κλωτσάει και γρατζουνάει με την τρέλα ενός άγριου κτήνους, η επίθεση αυτή γίνεται μ’ έναν καταπληκτικό τρόπο.
Κι όταν η Annie τη σέρνει και τη χτυπάει ή την τραβολογάει στην καρέκλα και πιέζει το φαγητό στο στόμα της για να της μάθει τις καθημερινές συνήθειες, είναι αρκετό για να κάνει το θεατή να του κοπεί η αναπνοή και να γρυλλίσει".

Το θαύμα εμφανίζεται όταν, ύστερα από μήνες αποτυχιών κι απογοητεύσεων, η Annie μπορεί επιτέλους να πλησιάσει το παιδί.

O Coy εξηγεί: "Μόλις ακριβώς η μάχη δείχνει να έχει χαθεί, η Helen αρχίζει να δουλεύει την αντλία του νερού στην αυλή και το θαύμα -καθώς το μυαλό της αρχίζει να ονομάζει τα πράγματα, με τη βοήθεια της Annie που συλλαβίζει ένα-ένα τα γράμματα πάνω στην παλάμη του κοριτσιού- συμβαίνει καθώς νιώθει το νερό και το υγρό χώμα. Η Annie και οι άλλοι καταλαβαίνουν τι γίνεται καθώς η Helen, κυριευμένη, αγγίζει πράγματα και μαθαίνει τ’ ονόματά τους και τελικώς λέει τις δύο λέξεις που προκαλούν τη μεγαλύτερη χαρά: "Μαμά" και "Μπαμπά". Αυτή η φρενίτιδα ελαττώνεται καθώς η Helen συνειδητοποιεί ότι υπάρχει κάτι που πρέπει να το μάθει, βάζει την Annie να της το συλλαβίσει, το συλλαβίζει κι εκείνη και πηγαίνει να το συλλαβίσει για τη μητέρα της. Είναι η μοναδική λέξη που περισσότερο απ’ όλες περιγράφει το αντικείμενο του έργου: Δασκάλα".


Ο Gibson επαινήθηκε για τον ηρωικό, δοσμένο με χιούμορ και συμπάθεια, τρόπο διαχείρισης της μάχης της Annie και της Helen για ανθρώπινη γλώσσα κι αγάπη. Ο Walter Kerr υποστήριξε: "Ο Gibson έχει ανάγει δραματολογικά το ζωντανό μυαλό στην απίστευτη ενέργειά του, στην απόφασή του να εκφραστεί με τη βία όταν δεν μπορεί να τακτοποιηθεί μέσω της σκέψης. Όταν αυτό συμβαίνει, η φυσική επαφή του παιδιού και της δασκάλας- μια επαφή που είναι για πρώτη φορά γεμάτη σημασία και για πρώτη φορά στοργική- μας κατακλύζει ολοκληρωτικά".

"Τίποτα στο θέατρο εκείνη την εποχή δεν ήταν τόσο συντριπτικό όσο η τελευταία άναρθρη μα τόσο εύγλωττη σκηνή στην οποία ένα έξαλλο, μικρό κορίτσι καταλαβαίνει για πρώτη φορά το νόημα των λέξεων και συνειδητοποιεί ότι η δασκάλα είναι φίλη της", έγραψε ο κριτικός Brooks Atkinson των New York Times, και συνεχίζει : "Μια μικρή, αλλά τυφλωτική αχτίδα φωτός διαπέρασε το τρομακτικό σκοτάδι".

Η ίδια η Sullivan έμεινε στο πλάι της Helen για μισό αιώνα περίπου και η Helen μεγαλώνοντας έγινε μια διεθνώς γνωστή συγγραφέας και ανθρωπίστρια.

Ο Gibson πήρε αρκετές συνεντεύξεις και ενσωμάτωσε τα γεγονότα που εξιστορούνται λεπτομερώς στην αυτοβιογραφία της Keller. Η παραγωγή του έργου στο Broadway έγινε θερμά αποδεκτή και κέρδισε αρκετά βραβεία Tony, μεταξύ των οποίων κι αυτό Καλύτερου Έργου. Στη συνέχεια, το διασκεύασε για τη μεγάλη οθόνη με την Anne Bancroft και την Patty Duke να κερδίζουν Όσκαρ για τους ρόλους τους. Σήμερα, το έργο παίζεται κάθε χρόνο στο Ivy Green, τον τόπο γέννησης της Keller.

Σύμφωνα με τον Tom Shales: "Το έργο του W. Gibson παραμένει μια σχεδόν τέλεια απόλαυση, ένα απ’ τα πιο σίγουρα δραματικά έργα που βγήκαν απ’ τα αισιόδοξα’50s".

O Gibson αποσύρθηκε από το θέατρο της Νέας Υόρκης στη διάρκεια μεταξύ 1960 και 1970. Το τελευταίο του μεγάλο έργο για τη σκηνή της Νέας Υόρκης, το "Golden Boy" είναι μια μουσική διασκευή απ’ το βιβλίο του Clifford Odet σχετικά με τις ηθικές συνέπειες που αντιμετωπίζει ένας ταλαντούχος μαύρος μποξέρ όταν τυχαία σκοτώνει έναν άντρα στο ρινγκ. Άλλα έργα του απ’ τις δεκαετίες 1960 με 1970 είναι : "A Mass for the Dead" (1968), "A Season in Heaven" (1974), και "Shakespeare’s Game" (1978).

Ο ίδιος είχε πει: "Η τέχνη του να γράφεις τα κάνει όλα δυνατά σε μένα. Πάντα ένιωθα ότι το γράψιμο με βοηθούσε να ζήσω".

Federico Garcia Lorca, To αηδόνι της Ανδαλουσίας

 


O Federico Garcia Lorca ήταν Ισπανός ποιητής, δραματουργός, μουσικός και θεατρικός συγγραφέας- ένας ταλαντούχος καλλιτέχνης και μέλος της ‘Γενιάς του 1927’, μιας ομάδας από συγγραφείς που ήταν υπέρμαχοι του κινήματος avant-garde στη λογοτεχνία.

ΠΡΩΙΜΑ ΧΡΟΝΙΑ

Γεννήθηκε στις 5 Ιουνίου 1898 στο Fuente Vaqueros, ένα Ανδαλουσιανό χωριό κοντά στη Γρανάδα. Ο πατέρας του, Federico Garcia Rodriguez ήταν αγρότης και η μητέρα του, Vicenta Lorca Romero δασκάλα. Ως παιδί, ο Lorca ήταν πρώιμα ανεπτυγμένος, αν και δεν είχε πολύ καλές επιδόσεις στο σχολείο. Απ’ την ηλικία των 11 χρόνων ζούσε με την οικογένειά του στην πόλη της Γρανάδα, αλλά περνούσε τα καλοκαίρια στην εξοχή. Αργότερα έγραψε: ‘Αγαπώ τη γη. ‘Ολα μου τα συναισθήματα με δένουν μ’ αυτή. Οι πρώτες αναμνήσεις που έχω είναι αυτές της γης’. Στην πόλη της Γρανάδα όπου μεγάλωσε, αναφέρθηκε αρκετές φορές στην ποίηση και τη λογοτεχνία του. Το οικογενειακό του σπίτι, που λέγεται Huerta de San Vicente, είναι τώρα μουσείο.

Ο Lorca αρχικά σπούδασε Νομικά στο Πανεπιστήμιο της Γρανάδα και Φιλοσοφία και Λογοτεχνία στο Πανεπιστήμιο της Μαδρίτης. Ταυτόχρονα, ασχολιόταν και με τη μουσική. Μέχρι και το 1917 ενδιαφερόταν κυρίως για τη μουσική, παρά για τη λογοτεχνία και μόνο μετά το θάνατο του δασκάλου του πιάνου του, άρχισε να γράφει. Το 1919 μετακόμισε στη Μαδρίτη, όπου έζησε στην Κατοικία των Φοιτητών, το πνευματικό κέντρο της πόλης. Ανάμεσα στους φίλους του ήταν και οι συγγραφείς Juan Ramon Jimenez και Pablo Neruda. Την ίδια περίοδο γράφει τα πρώτα του ποιήματα που κυκλοφορούνε το 1921, με τίτλο ‘Libro de poemas’ (Βιβλίο Ποιημάτων).Το πρώτο του βιβλίο ήταν το ‘Εντυπώσεις και Τοπία’ (1918), που γράφει περιδιαβαίνοντας την Καστίλη.

FIESTA DE CANDE JONDO

Στα 1920, η συνεργασία του με τον συνθέτη Manuel de Falla, τον έκανε έναν εξαίρετο πιανίστα και κιθαρίστα. Μαζί οργάνωσαν το 1922 το πρώτο ερασιτεχνικό φεστιβάλ Ανδαλουσιανής φλαμένγκο μουσικής, το Cande Jondo, όπου έμελλε να είναι και η πιο κρίσιμη στιγμή ως προς την καριέρα του στη λογοτεχνία. Εκεί, ο Lorca εμπνεύστηκε για τη δουλειά του από τις παραδόσεις της folk και τσιγγάνικης μουσικής. Προσπάθησε να ενώσει την παράδοση με τις ρίζες της και ανακάλυψε ότι η μουσική φλαμένγκο είχε έρθει απ’ την Ινδία από αθίγγανους. Το POEMA DEL CANTE JONDO (1931) και το PRIMER ROMANCERO GITANO (1924-1927) που έγραψε, έκαναν τον Lorca τον πιο γνωστό ποιητή της Ανδαλουσίας και της τσιγγάνικης υποκουλτούρας της, καθώς και ηγετικό μέλος της ‘Γενιάς του ‘27’, που περιελάμβανε τους Luis Gernuda, Jorge Guillen, Pedro Salinas, Rafael Alberti και άλλους. Στα παραπάνω έργα του, χρησιμοποίησε παλιές μπαλάντες και στοιχεία μυθολογίας για να εκφράσει το τραγικό όραμά του για τη ζωή.

DALI KAI BUNUEL

Με τον Καταλανό ζωγράφο Salvador Dalí και τον σκηνοθέτη Louis Buñuel δούλεψε μαζί τους σε αρκετές παραγωγές. Ο Dali και o Lorca γνωρίστηκαν το 1923. Απ’ την πρώτη στιγμή, ο Lorca γοητεύτηκε απ’ την προσωπικότητα και την εμφάνιση του νεαρού ζωγράφου. Και ο ίδιος ο Dali παραδέχτηκε ότι ο Lorca τον είχε εντυπωσιάσει βαθύτατα. ‘Οταν ο Buñuel και ο Dali έκαναν τη γνωστή μικρού μήκους ταινία τους ‘’Ενας Ανδαλουσιανός Σκύλος’ (1928), ο Lorca προσβλήθηκε γιατί πίστεψε ότι η ταινία ήταν γι’ αυτόν. Η φιλία του Lorca με τον Dali ενέπνευσε ένα ποίημα, μια προάσπιση της μοντέρνας τέχνης και ταυτόχρονα μια έκφραση ομοφυλοφιλικής αγάπης.

ΑΚΜΗ ΚΑΙ ΠΑΡΑΚΜΗ

Τα επόμενα χρόνια, ο Lorca εμπλέχθηκε ενεργά με την τέχνη και την avant-garde της Ισπανίας. Εξέδωσε τρεις ποιητικές συλλογές, συμπεριλαμβανομένων των συλλογών 'Canciones (Songs)' και 'Primer romancero gitano' (1928, μεταφρασμένο ως Gypsy Ballads), το πιο γνωστό του βιβλίο ποίησης.
Παρ’όλα αυτά, κοντά στα τέλη του 1920, ο Lorca παρουσίασε κατάθλιψη, μια κατάσταση που αυξανόταν από την αγωνία του για την ομοφυλοφιλία του. Σ’ αυτό είχε βαθιά επηρεαστεί από την επιτυχία του τελευταίου του βιβλίου, το οποίο αύξησε- μέσα από τη δημοσιότητα που του έφερε- την οδυνηρή διχοτομία της ζωής του: ήταν παγιδευμένος μεταξύ της περσόνας του επιτυχημένου συγγραφέα, μιας εικόνας που εξαναγκαζόταν να διατηρήσει στο κοινό , και του βασανισμένου εαυτού του, που γνώριζε μονάχα σε προσωπικό επίπεδο.
Το 1925 γνώρισε κι ερωτεύτηκε παράφορα τον Ισπανό γλύπτη, Emilio Aladren. Όταν αυτή η έντονα παθιασμένη, αλλά μονόπλευρη σχέση απέτυχε, ο Lorca έπεσε σε κατάθλιψη και πάλι.


NEW YORK, NEW YORK

Το 1929-30 έζησε στην πόλη της Νέας Υόρκης. Ανίκανος να μιλήσει Αγγλικά, υπέφερε από ένα βαθύ πολιτιστικό σοκ. Παρ’ όλα αυτά, στα πρώτα του γράμματα στην πατρίδα, εξέφραζε τον ενθουσιασμό του για τα μοντέρνα Αμερικάνικα θεατρικά έργα. Η αυτοκτονική του διάθεση φαίνεται έντονα στο βιβλίο του POETA EN NUEVA YORK (1940), στο οποίο επιδεικνύει μια αλλαγή στο ύφος του, μια έκφραση θνησιμότητας και μια επαναστατική απέχθεια στους σουρρεαλιστικούς όρους. Το βιβλίο, επίσης, περιλαμβάνει και μια ωδή στον Walt Whitman. Ο ποιητής, μετά απ’ αυτό, περιφρόνησε την τρομακτική και πνευματικά διεφθαρμένη πόλη και δραπέτευσε στην Αβάνα για να βιώσει την αρμονία μιας πιο πρωτόγονης ζωής. Αργότερα, πέρασε τρεις μήνες στην Κούβα. Έδινε διαλέξεις και τους γοήτευσε όλους με τον ενθουσιασμό του.

Η ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ

Το 1931 επέστρεψε στην Ισπανία και με την εγκαθίδρυση της Δημοκρατίας έγινε διευθυντής ενός περιοδεύοντος θιάσου με την ονομασία La Barraca, με τον οποίο έδιναν παραστάσεις σε κλασσικά έργα των Cervantes, Calderon και Lope de Vega σε απομακρυσμένες περιοχές όπου οι άνθρωποι είχαν λίγες ευκαιρίες να δουν θέατρο. Παράλληλα με τη σκηνοθεσία, ο Lorca επίσης έπαιζε. Όσο περιόδευε με το θίασο, έγραψε τα πιο γνωστά και καλύτερά του έργα, τον Ματωμένο Γάμο, τη Γέρμα και Το Σπίτι της Bernarda Alba.

ΤΑ ΕΡΓΑ ΤΟΥ

To 1926 έγραψε το έργο 'The Shoemaker’s Prodigious Wife (Η θαυμάσια γυναίκα του τσαγκάρη)', αφού τελείωσε το Marina Pineda. Η πρώτη του παράσταση ήταν το 1930. 'Σ’ αυτό το έργο προσπάθησα να εκφράσω- μέσα στα όρια της συνηθισμένης διακωμώδησης- τη μάχη της καθημερινότητας με τη φαντασία, η οποία υπάρχει μέσα σε κάθε ανθρώπινο ον. (Με τον όρο φαντασία εννοώ οτιδήποτε είναι μη ρεαλιστικό). Η γυναίκα του τσαγκάρη παλεύει διαρκώς με ιδέες και αληθινά κίνητρα γιατί ζει στο δικό της κόσμο, στον οποίο κάθε ιδέα και κίνητρο έχουν ένα μυστηριώδες νόημα, το οποίο εκείνη αγνοεί.’

Το 1927, ο Lorca απέκτησε φήμη με το ρομαντικό ιστορικό του έργο Marina Pineda, όπου τα σκηνικά επιμελήθηκε ο Salvador Dali και η ξεχωριστή ηθοποιός Margarita Xirgu έπαιξε την ηρωίδα.
Ο Ματωμένος Γάμος, το πρώτο μέρος της διάσημης αγροτικής τριλογίας του, παρουσιάστηκε το 1933. Το ερωτικό τρίγωνο, ο συγκερασμός δράματος και ποίησης, πολύ κοντά στο να θυμίζει μια κλασσική Ελληνική τραγωδία, στην οποία ο θάνατος αιωρείται πάνω σ’ όλο το έργο, το έκαναν ένα απ’ τα πιο γνωστά του θεατρικά έργα.

Η Yerma, το δεύτερο μέρος της τριλογίας, παρουσιασμένο το 1934, σκιαγραφεί μια θανατηφόρα διαμάχη μέσα σ’ έναν ανιαρό κι άγονο γάμο. Η ηρωίδα στραγγαλίζει τον Juan, τον άντρα της, ο οποίος δεν καταλαβαίνει τη λαχτάρα της να τεκνοποιήσει.

Το σπίτι της Bernarda Alba, γραμμένο λίγο πριν το θάνατο του Lorca το 1936 κι εκδιδόμενο το 1945, προσωπογραφεί μια τυραννική μητέρα, τη Bernarda Alba, και τις κόρες της. Η νεαρότερη κόρη αυτοκτονεί πάνω απ’ τον εραστή της, τον Pepe el Romano, ο οποίος είναι αρραβωνιασμένος με την Angustias, τη μεγαλύτερη κόρη.

Τα κεντρικά θέματα του Lorca είναι η αγάπη, η περηφάνεια, το πάθος και ο βίαιος θάνατος, τα οποία σημάδεψαν και τη δική του ζωή.

ΠΟΙΗΣΗ

• Impresiones y paisajes ("Impressions and Landscapes", 1918)
• Poema del cante jondo ("Poem of Deep Song", 1921)
• Libro de poemas ("Book of Poems", 1921)
• Oda a Salvador Dalí ("Ode to Salvador Dalí", 1926)
• Canción de jinete ("Songs", 1927)
• Primer romancero gitano ("Gypsy Ballads", 1928)
• Poeta en Nueva York (1930, published posthumously in 1940, first translation into English as "A Poet in New York", 1988)
• Llanto por Ignacio Sánchez Mejías ("Lament for Ignacio Sánchez Mejías", 1935)
• Seis poemas gallegos ("Six Galician poems", 1935)
• Diván del Tamarit ("The Diván of Tamarit", 1936, published posthumously in 1941)
• Sonetos del amor oscuro ("Sonnets of Dark Love", 1936)
• Primeras canciones ("First Songs", 1936)


ΘΕΑΤΡΟ


The Butterfly's Evil Spell • The Billy-Club Puppets • Mariana Pineda • The Shoemaker's Prodigious Wife • The Love of Don Perlimplín • The Public • When Five Years Pass • The Puppet Play of Don Cristóbal • Blood Wedding • Yerma • Doña Rosita the Spinster • Play Without a Title • The House of Bernarda Alba• El maleficio de la mariposa (The Butterfly's Evil Spell: written 1919-20, first production 1920)
• Los títeres de Cachiporra (The Billy-Club Puppets: written 1922-5, first production 1937)
• Mariana Pineda (written 1923-25, first production 1927)
• La zapatera prodigiosa (The Shoemaker's Prodigious Wife: written 1926-30, first production 1930, revised 1933)
• Amor de Don Perlimplín con Belisa en su jardín (Love of Don Perlimplín and Belisa in his Garden: written 1928, first production 1933)
• El público (The Public: written 1929-30, first production 1972)
• Así que pasen cinco años (When Five Years Pass: written 1931, first production 1945)
• Retablillo de Don Cristóbal (The Puppet Play of Don Cristóbal: written 1931, first production 1935)
• Bodas de sangre (Blood Wedding: written 1932, first production 1933)
• Yerma (written 1934, first production 1934)
• Doña Rosita la soltera (Doña Rosita the Spinster': written 1935, first production 1935)
• Comedia sin título (Play Without a Title: written 1936, first production 1986)
• La casa de Bernarda Alba (The House of Bernarda Alba: written 1936, first production 1945)

ΘΕΑΤΡΙΚΑ ΜΙΚΡΟΥ ΜΗΚΟΥΣ

• El paseo de Buster Keaton ("Buster Keaton goes for a stroll", 1928)
• La doncella, el marinero y el estudiante ("The Maiden, the Sailor and the Student", 1928)
• Quimera ("Dream", 1928)


ΑΠΟΣΠΑΣΜΑΤΑ

Μάνα:
Γειτόνισσες: μ' ένα μαχαίρι,
μ' ένα μικρό-μικρό μαχαίρι,
μέρα πικρή κι αφορεσμένη,
καν δυο, καν τρεις θα 'ταν η ώρα,
δυο άντρες σκοτωθήκανε γι' αγάπη.
Μ' ένα μικρό-μικρό μαχαίρι,
π' ούτε το χέρι δεν το πιάνει,
μα κείνο μπαίνει παγωμένο
στη ξαφνιασμένη μας καρδιά,
και σταματά εκεί που τρέμει
θολή κι αξήγητη για πάντα
η σκοτεινή μας ρίζα της κραυγής.
Κι είναι, σας λέω, ένα μαχαίρι,
ένα μικρό-μικρό μαχαίρι,
ψάρι χωρίς ποτάμι, χωρίς λέπια,
π' ούτε το χέρι δεν το πιάνει.
Κι όμως μι' αφορεσμένη μέρα,
καν δυο, καν τρεις θα 'ταν η ώρα,
με τούτο το μικρό μαχαίρι
δυο παληκάρια μείναν κάτου
με πανιασμένα τους τα χείλια.
Ούτε το χέρι δεν το πιάνει
μα κείνο μπαίνει παγωμένο
στη ξαφνιασμένη μας καρδιά,
και σταματά εκεί που τρέμει
θολή κι αξήγητη για πάντα
η σκοτεινή μας ρίζα της κραυγής.
(θρήνος από τον "Ματωμένο Γάμο").


Σερενάτα
(αφιέρωμα στον Λόπε ντε Βέγκα):

Στου ποταμού τις όχθες
λούζεται η νύχτα
και στης Λολίτας
τα στηθάκια
από έρωτα πεθαίνουν τα κλαριά

Γυμνή η νύχτα τραγουδά
στου Μάρτη τα γεφύρια
λούζει η Λολίτα το κορμί της
με νάρδους κι αλμυρό νερό
κι από έρωτα πεθαίνουν τα κλαριά

Η νύχτα από γλυκάνισο κι ασήμι
φεγγοβολά στις στέγες
ασήμι από ρυάκια και καθρέφτες
γλυκάνισο απ' των μηρών της την ασπράδα
κι από έρωτα πεθαίνουν τα κλαριά.


ΤΟ ΤΕΛΟΣ

Ο Ισπανικός Εμφύλιος είχε ξεκινήσει το 1936 και οι δεξιές δυνάμεις τον έβλεπαν ως εχθρό. Ο Lorca κρύφτηκε από τους στρατιώτες, αλλά τελικά τον βρήκαν. Ένας μάρτυρας είπε ότι τον έβγαλαν έξω από ένα κρατικό κτίριο φρουροί που ανήκαν στη ‘Μαύρη Διμοιρία’. Τον σκότωσαν στη Γρανάδα στις 19 Αυγούστου 1936, χωρίς να περάσει από δίκη. Οι συνθήκες του θανάτου του παραμένουν ακόμη καλυμμένες από ένα πέπλο μυστηρίου. Θάφτηκε σ’ έναν τάφο (κάπου μεταξύ στο Viznar και στο Alfacar), αφού εξαναγκάστηκε να τον σκάψει μόνος του. Ένας απ’ τους δολοφόνους του αργότερα καυχήθηκε πως τον πυροβόλησε δύο φορές στα οπίσθια, επειδή ήταν ομοφυλόφιλος. Το πιο πιθανό είναι πως ο Lorca έγραψε κάτω από πίεση τις τελευταίες του λέξεις σ’ ένα σημείωμα για ένα μέλος της ‘Μαύρης Διμοιρίας’: ‘Πατέρα, σε παρακαλώ δώσε σ’ αυτόν τον άντρα μια δωρεά των 1000 πεσέτας για τον Στρατό’. Ο πατέρας του, κουβαλούσε το σημείωμα στο πορτοφόλι του για τα επόμενα χρόνια. Πέθανε σε εθελοντική εξορία στη Νέα Υόρκη.


Η ΣΥΝΕΧΕΙΑ

Το καθεστώς του Franco απαγόρευσε με νομικά μέσα τα έργα του Lorca, και μόνο το 1953 τα μέτρα αυτά ανακλήθηκαν, οπότε και κυκλοφόρησε μια συλλογή με 'Τα Ολοκληρωμένα Έργα' του. Εν συνεχεία, Ο Ματωμένος Γάμος, η Yerma και Το Σπίτι της Bernarda Alba παίχθηκαν επιτυχημένα στις κεντρικές σκηνές της Ισπανίας.
Μετά το θάνατο του Franco το 1975, η ζωή και ο θάνατος του Lorca μπορούσαν να συζητηθούν ανοιχτά στην Ισπανία.
Το 1986, η Αγγλική μετάφραση του Leonard Cohen για το ποίημα ‘Pequeno vals vienes’, έφτασε το νούμερο 1 στα Ισπανικά single charts, ως ‘Take This Waltz’, σε μουσική του Cohen. Ο ίδιος έχει πει για τον Lorca πως υπήρξε το είδωλό του στα νιάτα του και ονόμασε την κόρη του Lorca Cohen γι’ αυτό το λόγο.
Ο Ισπανός ποιητής, Antonio Machado, έγραψε το ποίημα ‘El crimen fue en Granada’ , ως αναφορά στο θάνατο του Lorca.

Σήμερα, ο Garcia Lorca τιμάται μ’ ένα άγαλμα που είναι τοποθετημένο στην πλατεία Santa Ana της Μαδρίτης. Ο πολιτικός φιλόσοφος David Crocker, αναφέρει ότι ‘το άγαλμα είναι ακόμη ένα έμβλημα του επίμαχου παρελθόντος: κάθε μέρα, ένας απ’ τους Αριστερούς βάζει ένα μαντήλι στο λαιμό του αγάλματος και κάποιους απ’ τους Δεξιούς έρχεται αργότερα για να το βγάλει’.

Πέμπτη 1 Αυγούστου 2013

Virginia Woolf, Όταν η τρέλα συναντά τη δημιουργία








'Μια γυναίκα πρέπει να 'χει λεφτά και δικό της δωμάτιο αν είναι να γράψει μυθοπλασία'




ΣΥΝΤΟΜΗ ΒΙΟΓΡΑΦΙΑ

Η Virginia Woolf (γεννημένη ως Adeline Virginia Stephen) ήταν Αγγλίδα μυθιστοριογράφος και δοκιμιογράφος και θεωρείται ως μια από τις πρώτες μοντέρνες λογοτεχνικές φιγούρες του 20ου αιώνα.

Γεννημένη στο Λονδίνο στις 25 Ιανουαρίου 1882 με γονείς τον Sir Leslie Stephen και την Julia Prinsep Stephen εκπαιδεύτηκε από τους γονείς της στο γραμματιζούμενο και ανώτερης κοινωνικής τάξης σπιτικό τους στο Kensington. Οι γονείς της Virginia είχαν προηγουμένως ξαναπαντρευτεί και οι σύζυγοί τους είχαν πεθάνει. Συνεπώς, το σπιτικό τους περιελάμβανε τα παιδιά από τρεις γάμους: τα παιδιά της Julia από τον πρώτο της σύζυγο, George, Stella και Gerald Duckworth. Την Laura Makepeace Stephen, κόρη του Leslie και τα παιδιά του Leslie και της Julia, Vanessa, Thoby, Virginia και Adrian Stephen.

Η Woolf μεγάλωσε σε ένα περιβάλλον γεμάτο με τις επιρροές της Βικτωριανής λογοτεχνικής κοινωνίας. Σύμφωνα με την αυτοβιογραφία της οι πιο έντονες παιδικές αναμνήσεις ωστόσο, δεν ήταν από το Λονδίνο αλλά από το St. Ives στο Cornwall, όπου η οικογένεια περνούσε κάθε καλοκαίρι μέχρι το 1895. Έμεναν στο σπίτι τους, το οποίο ονομαζόταν Talland House και είχε ως θέα τον κόλπο του Porthminster. Αναμνήσεις από τις οικογενειακές διακοπές και τις εντυπώσεις απ’ το γενικότερο τοπίο σκιαγραφούνται στο μυθιστόρημα που έγραψε αργότερα με τίτλο ‘To the lighthouse’.


Ο ξαφνικός θάνατος της μητέρας της το 1895, όταν ήταν 13 χρονών, και αυτός της ετεροθαλής αδελφής της Stella δύο χρόνια αργότερα, οδήγησαν στους πρώτους από τους πιο σοβαρούς νευρικούς κλονισμούς της. Ο θάνατος του πατέρα της το 1904 προκάλεσε την πιο ανησυχητική κατάρρευσή της και κλείστηκε για λίγο καιρό σε ίδρυμα. Μετά το θάνατό του, η ίδια, η Vanessa και ο Adrian πούλησαν το σπίτι τους (22 Hyde Park Gate) και αγόρασαν ένα άλλο στο Bloomsbury.
Ακολούθησαν σπουδές στο King`s College London, όπου η Woolf γνώρισε τους Lytton Strachey, Clive Bell, Saxon Sydney-Turner, Duncan Grant και Leonard Woolf και μαζί σχημάτησαν τον πυρήνα ενός κύκλου από διανοούμενους, γνωστού ως Bloomsbury Group.

H Virginia παντρεύτηκε τον συγγραφέα Leonard Woolf το 1912 αναφέροντάς τον ως ‘απένταρο Εβραίο’ κατά τη διάρκεια του αρραβώνα τους. Το ζευγάρι μοιραζόταν ένα πολύ στενό δέσιμο και το 1937 η Woolf έγραψε στο ημερολόγιό της: ‘Το να κάνεις έρωτα- ύστερα από 25 χρόνια δεν μπορεί να μην επιτευχθεί από την μη γοητευτική μου όψη.. είναι απέραντη ευχαρίστηση να είσαι ποθητή, μια ευχαρίστηση που ποτέ δεν είχα νιώσει.’
Συνεργάστηκαν επίσης και επαγγελματικά, ιδρύοντας το 1917 την Hogarth Press, με την οποία έκδοσαν ακολούθως τα περισσότερα απ’ τα έργα της Woolf.

Η ηθική του Bloomsbury αποθάρρυνε την σεξουαλική αποκλειστικότητα, και το 1922 η Woolf γνώρισε την Vita Sackville-West. Μετά από μια δοκιμαστική αρχή, ξεκίνησαν μία σχέση η οποία κράτησε μέχρι σχεδόν και το τέλος των 20s. Το 1928, η Woolf παρουσίασε την Sackville-West με το 'Orlando', μία φανταστική βιογραφία στην οποία η ζωή του επώνυμου ήρωα διαρκεί 3 αιώνες. Έχει χαρακτηριστεί ως ‘το πιο μακρύ και πιο γοητευτικό ερωτικό γράμμα στη λογοτεχνία’. Μετά το τέλος της σχέσης τους, οι δύο γυναίκες παρέμειναν φίλες μέχρι και τον θάνατο της Woolf.


ΨΥΧΙΑΤΡΙΚΗ ΔΥΣΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ

Όλη τη ζωή της, η Woolf βασανιζόταν από απότομες αλλαγές στη διάθεσή της. Υπέφερε από διπολική συναισθηματική νόσο και είχε μακρύ ιστορικό στην οικογένειά της από συναισθηματικές παθήσεις τόσο από την μεριά του πατέρα της όσο και από την μεριά της μητέρας της.
Η ίδια γινόταν ολικά μη παραγωγική όταν δεν ήταν καλά, αν και είχε πειστεί ότι οι ιδέες για τα περισσότερα απ’ τα βιβλία της, κάποια γραμμένα αρκετά χρόνια αργότερα, της ήρθαν κατά τη διάρκεια μιας παρατεταμένης μανιακής αρρώστιας. Είναι πολύ πιθανό ότι τα καλύτερα χρόνια της παραγωγικότητάς της ακολούθησαν μετά από τις πιο σοβαρές και παρακινδυνευμένες καταρρεύσεις από το 1912 μέχρι το 1915.


Τον Ιανουάριο του 1924 η Woolf έγραφε στο ημερολόγιό της στο Hogarth House σε ένα δικό της δωμάτιο. Εκείνη κι ο άντρας της ετοιμάζονταν να μετακομίσουν στην Tavistock Square κι αυτή θυμάται όλα όσα συνέβησαν σε αυτό το δωμάτιο. Τελειώνοντας γράφει: ‘Είχα κάποια πολύ περίεργα οράματα σ’ αυτό το δωμάτιο, ξαπλωμένη στο κρεβάτι, τρελή, βλέποντας το φως του ήλιου να τρέμει σαν χρυσό νερό στον τοίχο.Έχω ακούσει τις φωνές των νεκρών εδώ. Κι ένιωσα ακραία ευτυχισμένη’.
Τα συμπτώματα της κατάστασης όπου η μανία βρίσκεται σε σοβαρή έξαρση είναι περιπλοκή της διάθεσης, πίεση λόγου και καταιγισμός από ιδέες. Στη συνέχεια παρατηρείται έλλειψη της διορατικότητας με τον ασθενή να είναι πεπεισμένος ότι δεν είναι άρρωστος, ότι αυτός πρέπει να κατηγορείται για την κατάστασή του και ότι δεν μπορεί να βοηθηθεί από την οικογένειά του ή τους γιατρούς. Πριν την αυτοκτονία της, αυτά τα συμπτώματα ξαναγύρισαν με την πεποίθηση ότι το τελευταίο της μυθιστόρημα ήταν ανάξιο, μια άποψη που δεν είχε όταν το ολοκλήρωσε.
Ο Leonard γράφοντας για την προσβολή της το 1915, λέει: ‘Μιλούσε σχεδόν χωρίς σταματημό για 2 ή 3 μέρες, χωρίς να προσέχει κανέναν μέσα στο δωμάτιο ή οτιδήποτε της έλεγαν. Για μία μέρα περίπου ό,τι έλεγε ήταν κατανοητό, οι προτάσεις σήμαιναν κάτι. Τότε βαθμιαία όλα έγιναν εντελώς ακατανόητα, ένα απόλυτο ανακάτεμα από αποσυνδεμένες λέξεις’.

Αυτές οι προσβολές ξεκίνησαν από πολύ νωρίς, όταν ήταν μόνο δεκατριών χρονών. Είχε κι άλλες στην ηλικία των δεκαπέντε, εικοσιδύο, εικοσιτεσσάρων, εικοσιοκτώ και τριάντα. Στην ηλικία των τριανταενός είχε μια σοβαρή η οποία κράτησε εννέα μήνες κι έκανε απόπειρα αυτοκτονίας. Το 1915, σε ηλικία τριαντατριών, μια παρόμοια σοβαρή προσβολή κράτησε εννέα μήνες. Ήπιες και πιο απειλητικές προσβολές στιγμάτισαν το υπόλοιπο της ζωής της.

Ο πρώτος της νευρικός κλονισμός, που κράτησε έξι μήνες, ήταν το 1895, όταν ήταν δεκατριών χρονών. Η μητέρα της είχε πεθάνει στις 5 Μαίου. Μεταξύ του 1895 και 1897 έχασε την επιθυμία να γράφει, αλλά διάβαζε πυρετωδώς. Πέρασε μια περίοδο παθολογικής αυτοκριτικής, κατηγορούσε τον εαυτό της που ήταν ματαιόδοξη και εγωίστρια, τον σύγκρινε δυσμενώς ως προς τη Vanessa και ήταν οξύθυμη.

Με τον θάνατο του πατέρα της- ήταν εικοσιδύο-ένιωσε θλίψη και ενοχή ταυτόχρονα. Έξι μέρες μετά τον θάνατό του, έγραψε σε ένα γράμμα της: ‘Το πιο φοβερό πράγμα είναι ότι ποτέ δεν έκανα αρκετά γι’ αυτόν όλα αυτά τα χρόνια. Ήταν πολύ μόνος συχνά και ποτέ δεν τον βοήθησα όπως έπρεπε να είχα κάνει. Αυτό είναι το χειρότερο τώρα’. Εκείνο το καλοκαίρι η αρρώστια την ταλάνιζε. Ήταν δύσπιστη ως προς την αδερφή της Vanessa και η οδύνη της έγινε ξέφρενη. Άκουγε φωνές που την ωθούσαν σε πράξεις τρέλας. Πίστευε ότι προέρχονταν απ’ την υπερκατανάλωση φαγητού και ότι έπρεπε να πεθάνει της πείνας. Η Violet Dickinson την πήρε στο σπίτι της στο Burnham Wood, όπου πήδηξε από ένα παράθυρο, αλλά δεν τραυματίστηκε σοβαρά.

Ανακάμπτει τον Σεπτέμβριο του 1904 με προοπτικές να συγγράψει ένα καινούριο βιβλίο και τον Οκτώβριο πηγαίνει να μείνει με τη θεία της στο Cambridge. Βοηθάει τον βιογράφο του πατέρα της να συλλέξει τα χαρτιά του για να τα χρησιμοποιήσει. Μέχρι το τέλος του χρόνου, πίσω στο Λονδίνο, ξεκίνησε να διδάσκει Αγγλικά και Ιστορία στο Morley College και να γράφει άρθρα. Το πρώτο της δημοσιεύτηκε τον Δεκέμβριο του 1904 και αρκετά ακόμη στις αρχές του 1905.


ΤΟ ΕΡΓΟ ΤΗΣ

Η Woolf ξεκίνησε να γράφει επαγγελματικά το 1905. Το πρώτο της μυθιστόρημα, 'The voyage out', εκδόθηκε το 1915. Συνέχισε να εκδίδει μυθιστορήματα και δοκίμια ως δημόσια διανοούμενη. Θεωρείται ως μία από τις πιο σπουδαίες μυθιστοριογράφους του 20ου αιώνα και μία απ’ τις πρώτιστες Μοντερνίστριες. Είναι μία από τις πιο διακεκριμένες καινοτόμους στην Αγγλική γλώσσα. Στα έργα της πειραματίστηκε με τη χειμαρρώδη συνείδηση και τα θεμελιώδη ψυχολογικά αλλά και συναισθηματικά κίνητρα των χαρακτήρων.

Η φήμη της εξασθένησε απότομα μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, αλλά η υπεροχή της ξαναεδραιώθηκε με την ανέγερση της Φεμινιστικής κριτικής στα 1970s. Το έργο της δέχθηκε κριτικές ότι συνοψίζει τον περιορισμένο κόσμο της ανώτερης κοινωνικά βαθμίδας. Επίσης, κατηγορήθηκε από μερικούς για Αντισημιτισμό, παρ’όλο που παντρεύτηκε Εβραίο.

Τα μυθιστορήματά της είναι πολύ πειραματικά. Μια εξιστόρηση, συχνά αδιατάρακτη και κοινότοπη μεταστρέφει και κάποιες φορές, σχεδόν διαλύει τη δεκτική συνείδηση του χαρακτήρα. Η ένταση του ποιητικού οράματός της αναδεικνύει τα συνηθισμένα, κάποιες φορές τετριμμένα περιβάλλοντα των περισσότερων μυθιστορημάτων της.


ΠΡΟΣΩΠΙΚΟΤΗΤΑ

Υπάρχουν πολλές περιγραφές για την προσωπικότητά της. Ήταν ένα μείγμα ντροπαλότητας και ζωηρότητας. ‘Ήταν ντροπαλή και δειλή, συχνά σιωπηλή, ή αν είχε διάθεση να μιλήσει, θα βουτούσε μες στη φαντασία και την αφροσύνη, τρομάζοντας τους αθώους και μη προετοιμασμένους’, (Angelica Garnett). 'Ήταν απέραντα γενναιόδωρη. Μακριά από την κοινωνική της ζωή, ήταν εργασιομανής όπως ο πατέρας της. Ο Leonard είχε πει ότι από τις 16 ώρες που η Virginia ήταν ξύπνια, δούλευε 15 ώρες με τον ένα ή τον άλλον τρόπο’, (John Lehmann).
Άλλοι συγγραφείς επεξεργάστηκαν την πιο εξωστρεφή πλευρά του χαρακτήρα της. Η Elizabeth Bowen σημείωσε ότι ‘η δύναμή της στο να προκαλεί χαρά ήταν ασυνήθιστη. Και το γέλιο της ήταν μαγευτικό. Ήταν ένα εξωφρενικό γέλιο, σχεδόν γέλιο παιδιού. Ήταν άτακτη, δαιμονική. Προσωρινά μοχθηρή, παρά καθαρά σκληρή’.


Ο Lehmann τα επιβεβαιώνει όλα αυτά: 'Η συνομιλία της ήταν ένα λαμπρό μείγμα αναπόλησης, κουτσομπολιού, υπερβολικά ευφάνταστου συλλογισμού και σοβαρής κριτικής συζήτησης για βιβλία και εικόνες. Της άρεσε να πειράζει…έδινε την εντύπωση ενός νευρικού ενθουσιασμού, ενός πνεύματος σε ένταση που ήταν αδύνατο να διατηρηθεί χωρίς να καταρρεύσει… Λάτρευε τα αστεία, τα έκανε και η ίδια χωρίς ευπρέπεια και γελούσε σε αυτά των άλλων’.
Αυτή η αίσθηση διασκέδασης φαινόταν καθαρά και στις επαφές της με τα παιδιά. Τα αγαπούσε πολύ και εκείνα χαίρονταν με την παρέα της.

Κοινωνικά ήταν μια ομιλητική, φοβερά έξυπνη, πνευματώδης και χιουμοριστική γυναίκα. Ακόμα και μόνη της μιλούσε. Όταν η νέα οικιακή βοηθός τους έφτασε το 1934, έμεινε έκπληκτη: ‘Τα πατώματα του σπιτιού ήταν πολύ λεπτά, το μπάνιο ήταν ακριβώς πάνω απ’ την κουζίνα και όταν η κ. Woolf έκανε το μπάνιο της πριν το πρωινό την άκουγα να μιλάει στον εαυτό της. Μιλούσε συνέχεια και συνέχεια, κάνοντας ερωτήσεις και δίνοντας η ίδια απαντήσεις. Νόμιζα ότι πρέπει να ήταν δύο ή τρεις άνθρωποι εκεί πάνω μαζί της.. Με τρόμαζε αυτό τα πρωινά για κάποιο καιρό’. Στις παρέες ήταν ντροπαλή στην αρχή και άνετη με τους ξένους και με αυτούς που ξεπερνούσαν τον κύκλο της και την κοινωνική της τάξη, ζεστή και τρυφερή με τα παιδιά και τους οικείους της. Στις στιγμές που παρασυρόταν από τη φαντασία της είχε δυσκολία στο να προβάλλει τον εαυτό της στη δουλειά, τις ζωές και τα συναισθήματα των άλλων. Ήταν χαρακτηριστικό ότι ρωτούσε όποιον κι αν γνώριζε για τις λεπτομέρειες της ζωής του.

Η αγάπη της για τη φαντασία την οδηγούσε στο να πειράζει τους άλλους. Εάν κάποιος της έκανε μια ανιαρή αφήγηση για μια εκδρομή στο εξωτερικό, θα εφεύρισκε διάφορες περιπέτειες που μπορεί να είχε και θα το έκανε όλο και πιο παράδοξο και απίθανο όσο το προχωρούσε.

Οι φίλοι της δεν είχαν δει παρά ελάχιστα δείγματα της καταθλιπτικής πλευράς της φύσης της, πιθανόν γιατί ο Leonard ήταν πάντα έτοιμος για προειδοποιητικά σημάδια και επέμενε ότι έπρεπε ν’ αποσυρθεί απ’ την κοινωνική ζωή αμέσως μόλις εμφανίζονταν.
Δεν υπάρχει τίποτα στις περιγραφές των φίλων της που να υποδηλώνει κάποια ιδιορρυθμία της ή κάποιο φραγμό στην επικοινωνία. Υπήρχαν στιγμές που μπορεί να ήταν αγενής ή και σνομπ, αλλά ποτέ δεν αντιμετώπισε την παραμικρότερη δυσκολία στην επικοινωνία- το αντίθετο. Οι φίλοι απολάμβαναν την συζήτηση μαζί της και πολλοί τη θεωρούσαν την πιο ευφυή συζητήτρια ενός υψηλού σε άρθρωση κύκλου. Φίλοι τέτοιων ανθρώπων που πάσχουν από μανιοκαταθλιπτική ψύχωση, λένε χαρακτηριστικά πως όταν είναι καλά είναι οι τελευταίοι άνθρωποι που θα μπορούσαν να πιστέψουν ότι είναι επιρρεπείς στην κατάθλιψη.
Εκδηλωτική, αρχομανής στα αστεία και στα πειράγματα και υπερομιλητική. Στα χρόνια από το 1915 μέχρι τον θάνατό της αυτή είναι η προσωπικότητα που οι φίλοι της είδαν και θυμούνται.


ΣΕΞ

Η Virginia κακοποιήθηκε σεξουαλικά ως παιδί. Το φανέρωσε στην οικογένειά της, το έγραψε στα γράμματα και στα ημερολόγιά της και οι αδερφές της-επίσης κακοποιημένες- το επιβεβαίωσαν. Το αν αυτές οι πρώιμες εμπειρίες είχαν κάποια σχέση με τη μετέπειτα αρρώστια της είναι υπό αμφισβήτηση, είχαν όμως αναμφισβήτητες επιπτώσεις στην σεξουαλικότητά της ως ενήλικη, στο ψυχολογικό προφίλ και στο γράψιμό της. Υπεύθυνοι για την κακοποίηση ήταν οι θετοί αδερφοί της George και Gerald Duckworth. O George την κακοποιούσε γύρω στα 9 με 10 χρόνια μέχρι το 1904, απ’ την ηλικία των 12 μέχρι των 21. Η ίδια είπε αργότερα πως ο George κατέστρεψε τη ζωή της πριν ξεκινήσει και πως δεν είχε καμία ευχαρίστηση για το σώμα της.

Μετά το θάνατο της μητέρας τους, ο George παρηγορούσε τις αδερφές του, περνούσε χρόνο μαζί τους και τις χάιδευε και δημόσια και στο δωμάτιο τους. Η Vanessa και η Virginia ήταν σκληρές στα σχόλιά τους για αυτόν για το υπόλοιπο της ζωής του. Εξουσίαζε τις ζωές τους για χρόνια.
Τα σεξουαλικά της συναισθήματα επηρεάστηκαν για το υπόλοιπο της ζωής της, όπως διαφαίνονται μέσα από τον αρραβώνα και το γάμο της. Όταν έγραψε για να δεχτεί την πρόταση γάμου που της έκανε ο Leonard, του είπε ξάστερα ότι δεν είχε σεξουαλικά αισθήματα για εκείνον. ‘…Είναι η σεξουαλική πλευρά αυτή που μπαίνει ανάμεσά μας; Όπως σου είπα ωμά, δεν νιώθω καθόλου φυσική έλξη για σένα. Υπάρχουν στιγμές που δεν νιώθω τίποτα περισσότερο από μία πέτρα. Και παρόλο το ότι νοιάζεσαι για μένα με κατακλύζει, με υπερβαίνει…’.


Η ίδια είχε δηλώσει πως δεν γοητεύεται από τη σεξουαλική πράξη. Παρ’ όλες τις σεξουαλικές δυσκολίες τους, είχαν ευτυχισμένο γάμο, όπως επανειλλημένως δήλωναν και οι δύο.
Για τη γενιά της, ήταν αξιοσημείωτα απελευθερωμένη σε σεξουαλικά θέματα. Πήγαινε για μπάνιο γυμνή με τον Rupert Brooke, τύπωνε αισχρό υλικό για τον Lytton Strachey και έγραφε στην αδερφή της για τα υγρά όνειρα του Leonard χωρίς περιορισμό. Και παρ’όλα αυτά γράφει αργότερα ‘…μα ήμουν πάντα σεξουαλικά δειλή, ο φόβος μου για την αληθινή ζωή πάντα με κρατούσε σε μοναστήρι’.
Τρεις περιοχές της ζωής της είναι σχετικές με την σεξουαλική της ζωή: οι παιδικές σεξουαλικές της εμπειρίες, η μανιοκαταθλιπτική της αρρώστια και η προσωπικότητά της. Μοιάζει πιθανό ότι ήταν σεξουαλικά ψυχρή στην πράξη, αλλά απελευθερωμένη στη θεωρία και πνευματικά. Στις στιγμές που ήταν περιχαρής, χυδαία ή γλυκιά, πιθανόν ήταν περισσότερο αποκληρωμένη στη συνομιλία, αλλά η αρρώστια δε φαίνεται να είχε αυξήσει τη σεξουαλική της επιθυμία.


ΑΥΤΟΚΤΟΝΙΑ

Στις 28 Μαρτίου 1941, σε ηλικία 59 χρονών έπνιξε τον εαυτό της στο ποτάμι Ouse, κοντά στο σπίτι της. Δύο σημειώματα βρέθηκαν και δόθησαν στην αδερφή της και στο Leonard. Σε αυτόν έγραψε:

'Αγαπημένε μου,
Είμαι σίγουρη ότι ξανατρελαίνομαι. Νιώθω πως δεν μπορούμε να ξαναζήσουμε μια από εκείνες τις απαίσιες στιγμές. Και δεν θα ξαναεπανέλθω αυτή τη φορά. Έχω αρχίσει ν’ ακούω φωνές και δεν μπορώ να συγκεντρωθώ. Γι’ αυτό κάνω αυτό που πιστεύω πως είναι το καλύτερο. Μου έχεις δώσει την πιο υπέροχα πιθανή ευτυχία. Έχεις υπάρξει με κάθε τρόπο όλα όσα μπορεί κάποιος να υπάρξει. Δεν πιστεύω δύο άνθρωποι να μπορούσαν να είναι πιο ευτυχισμένοι, μέχρι που αυτή η τρομερή αρρώστια ήρθε. Δεν μπορώ να πολεμήσω άλλο. Ξέρω ότι καταστρέφω τη ζωή σου, ότι χωρίς εμένα θα μπορούσες να δουλέψεις. Και θα το κάνεις, το ξέρω. Βλέπεις, δεν μπορώ ούτε καν αυτό να γράψω σωστά. Δεν μπορώ να διαβάσω. Αυτό που θέλω να πω είναι ότι χρωστάω όλη την ευτυχία της ζωής μου σε σένα. Έχεις υπάρξει ολότελα υπομονετικός μαζί μου και απίστευτα καλός. Θέλω να πω πως- όλοι το ξέρουν- αν μπορούσε κάποιος να με έχει σώσει, αυτός θα ήσουν εσύ. Έχω χάσει τα πάντα, εκτός απ’ τη βεβαιότητα της καλοσύνης σου. Δεν μπορώ να συνεχίσω να καταστρέφω τη ζωή σου άλλο πια. Δεν πιστεύω δύο άνθρωποι να μπορούσαν να είναι πιο ευτυχισμένοι απ’ όσο υπήρξαμε εμείς’.


Μετά από αυτό, έφυγε απ’ το σπίτι της στις 11:30 το πρωί παίρνοντας το μπαστούνι της, έφτασε στο ποτάμι όπου κι έβαλε μία μεγάλη πέτρα στην τσέπη του παλτού της. Το σώμα της ανακαλύφθηκε στις 18 Απριλίου, θάφτηκε ιδιωτικά στο Brighton την 21η Απριλίου και οι στάχτες της σκορπίστηκαν κάτω από ένα ζευγάρι φτέλιες στο Monk’s House.


Στο ημερολόγιό της στις 8 Μαρτίου είχε γράψει: ‘Σημειώνω μία πρόταση του Henry James:

'Παρατήρησε αέναως. Παρατήρησε τον ερχομό της ηλικίας. Παρατήρησε την απληστία. Παρατήρησε την δική μου απελπισία. Απ’ αυτό σημαίνει ότι γίνεται χρήσιμο…’.

O August Strindberg σε πρώτο πλάνο




O Johan August Strindberg (22 Ιανουαρίου 1849-14 Μαίου 1912) ήταν Σουηδός συγγραφέας, δραματουργός, ζωγράφος, φωτογράφος κι αλχημιστής, ο οποίος συνδύασε στα έργα του τη ψυχολογία, τον νατουραλισμό και αργότερα στοιχεία μυστικισμού. Το έργο του χωρίζεται σε δύο μεγάλα λογοτεχνικά κινήματα, τον Νατουραλισμό και τον Εξπρεσσιονισμό. Ένας ευαίσθητος και επίμαχος συγγραφέας που υπέφερε από εχθρικές κριτικές, αντιπροσώπευε τον ιδανικό καλλιτέχνη του 19ου αιώνα, αυτόν της ελεύθερης προσωπικότητας και ασυγκράτητο από συμβατικότητες. Ο Striendberg, μαζί με τον Ibsen, τον Kierkegaard και τον Andersen θεωρείται ως ο πιο σημαίνων απ' όλους τους Σκανδιναβούς συγγραφείς και είναι γνωστός ως ένας από τους πατέρες του μοντέρνου θεάτρου.
 
Γεννήθηκε στη Στοκχόλμη. Ο πατέρας του, ο Carl Oscar Strindberg, γόνος αριστοκρατικής οικογένειας ήταν ναυτιλιακός πράκτορας και η μητέρα του, η Ulrica Eleanora Norling ήταν κόρη ράφτη και οικιακή υπηρέτρια στο σπίτι του Carl Oscar, όπου κι έγινε η ερωμένη του. Ο August ήταν ο τρίτος τους γιος. Το ζεύγος είχε άλλα 9 παιδιά. Ο Strindberg έζησε φτωχή και δυστυχισμένη παιδική ηλικία- ήταν ντροπαλός και οι οικογενειακές εντάσεις τον κατέθλιπταν. Η μητέρα του πέθανε, όταν ο ίδιος ήταν 13 χρονών. Ο πατέρας του ξαναπαντρεύτηκε και ο Strindberg μίσησε τη μητριά του. Η δική του εκδοχή για την παιδική του ηλικία διαφαίνεται μέσα απ`το αυτοβιογραφικό μυθιστόρημα The Son of Servant.  
 
Το 1867 εγγράφηκε στο Πανεπιστήμιο της Uppsala, όπου κι απέτυχε στις προκαταρκτικές εξετάσεις στη χημεία. Αρχικά, έφυγε απ' την Uppsala το 1868, για να δουλέψει ως δάσκαλος σχολείου, αλλά στη συνέχεια σπούδασε για λίγο διάστημα χημεία στο Ινστιτούτο Τεχνολογίας στη Στοκχόλμη κάνοντας προετοιμασία για ιατρικές σπουδές. Αργότερα, εργάστηκε ως οικοδιδάσκαλος και στη συνέχεια, για ένα σύντομο χρονικό διάστημα στο Βασιλικό Δραματικό Θέατρο, όπου κι έγραψε για τη σκηνή 3 έργα τα οποία απορρίφθηκαν. Επέστρεψε στην Uppsala το 1870, για να μελετήσει και να δουλέψει πάνω σ` ένα σύνολο θεατρικών έργων, τα πρώτα απ' τα οποία παίχθηκαν στο Βασιλικό Θέατρο τον Σεπτέμβριο του 1870. Στην Uppsala ξεκίνησε τη Runa, ένα μικρό λογοτεχνικό κλαμπ με φίλους, που όλοι πήραν ψευδώνυμα απ` τη Σκανδιναβική μυθολογία. Έμεινε μερικά ακόμη εξάμηνα στην Uppsala απ` όπου κι έφυγε τελικά τον Μάρτιο του 1872 χωρίς ν` αποφοιτήσει. Πίσω στη Στοκχόλμη εργάστηκε ως δημοσιογράφος και κριτικός σε εφημερίδες.
 
Το 1877 παντρεύτηκε τη Siri von Essen, που ήταν μέλος της Σουηδικής αριστοκρατίας στη Φιλανδία. Όταν παντρεύτηκαν, η Siri ήταν 7 μηνών έγκυος. Το παιδί πέθανε, αλλά είχαν αργότερα άλλα 3 παιδιά, ένα απ` τα οποία, η Κristin, έγραψε μία περιγραφή για τη θυελλώδη ζωή των γονιών της. Ο Strindberg παντρεύτηκε άλλες 2 φορές, με τη Frida Uhl και τη Harriet Bosse. Είχε παιδιά με όλες τις γυναίκες του, αλλά ο υπερευαίσθητος και νευρωτικός χαρακτήρας του οδηγούσε σε πικρά διαζύγια. Οι σχέσεις του με τις γυναίκες υπήρξαν ταραγμένες και έχει χαρακτηριστεί ως μισογύνης απ' τους συγχρόνους του. Κάτω από οικονομικές και οικογενειακές δυσκολίες άρχιζε να δείχνει συμπτώματα συναισθηματικής κρίσης. Συναισθήματα διωγμού καταπνίγονταν καταναλώνοντας μεγάλες ποσότητες αψεντίου.
 
Μεταξύ του 1884 και 1887 αλληλογραφoύσε με τον Νίτσε και έδειξε ενδιαφέρον για τα έργα του Edgar Allan Poe. Η άνοδος και η πτώση του Παρισινού Κοινοβίου το 1871 έγινε ένα πολιτικό ξύπνημα για εκείνον κι άρχισε να βλέπει την πολιτική ως μια διαμάχη μεταξύ των ανωτέρων και κατωτέρων τάξεων. Θαυμάστηκε από τη Σουηδική εργατική τάξη ως ένας ριζοσπάστης συγγραφέας. Ο ίδιος ήταν Σοσιαλιστής και η κόρη του, η Karin, παντρεύτηκε τον Vladimir Smirnov, έναν από τους αρχηγούς Μπολσεβίκους της Ρωσσίας.
 
Ένας συγγραφέας με πολλά πρόσωπα, ο Strindberg ήταν συχνά ακραίος. Το μυθιστόρημά του, The Red Room, του έφερε φήμη. Τα πρώιμα έργα του ήταν γραμμένα σε Νατουραλιστικό στυλ και συχνά συγκρίνονται με εκείνα του Henrik Ibsen. Ένα από τα πιο γνωστά του έργα από εκείνη την περίοδο είναι η Miss Julie. Με αυτό, καταπιάνεται μ` ένα απ` τα αγαπημένα του θέματα, τη Δαρβινική μάχη μεταξύ των 2 φύλων μέσα από μια κοινωνική πάλη και έναν δεσμό αγάπης-μίσους. Ο ίδιος ένιωθε ότι ο αληθινός νατουραλισμός ήταν μια ψυχολογική μάχη του μυαλού. Δυο άνθρωποι που μισιούνται την ίδια στιγμή και πασχίζουν να οδηγήσουν ο ένας τον άλλον στην καταδίκη είναι το χαρακτηριστικό της πνευματικής εχθρότητας που πάλευε ν` αιχμαλωτίσει. Πρόθεσή του ήταν να είναι τα έργα του αμερόληπτα κι αντικειμενικά, παραθέτοντας έτσι μια επιθυμία να κάνει τη λογοτεχνία κάτι από επιστήμη.
 
Μεταξύ των χρόνων 1892 και 1897 υπέφερε από καταστάσεις εσωτερικής ταραχής και βίωσε αρκετά ψυχωτικά επεισόδια, που τον οδήγησαν στο να καταγράψει τις βασανιστικές σκέψεις του στο βιβλίο, που ήταν γραμμένο στα Γαλλικά, το Inferno. Επακόλουθα, άρχιζε να παράγει έργα διαμορφωμένα απ` τον Συμβολισμό. Θεωρείται ως ένας απ' τους πρωτοπόρους της Μοντέρνας Ευρωπαϊκής σκηνής και του Εξπρεσσιονισμού. The Dance of Death, A Dream Play και The Ghost Sonata είναι μερικά από τα διάσημα έργα εκείνης της περιόδου.

Στρεφόμενος προς τη ζωγραφική, δημιουργεί θαλασσινά τοπία, τα οποία συγκρίνονται με τα έργα του Turner. Τα αγαπημένα του μοτίβα περιελάμβαναν ένα όραμα από μια σπηλιά προς τον έξω κόσμο κι ένα κύμα που σπάει στην ανοιχτή θάλασσα. Οι πίνακες του Strindberg ήταν μοναδικοί για την εποχή τους κι αυτό, γιατί χαρακτηρίζονταν από μια ριζοσπαστική έλλειψη προσκόλλησης στην ορατή πραγματικότητα. Οι 117 πίνακες, που λέγεται πως έγιναν από τον ίδιο, ζωγραφίστηκαν κυρίως μέσα σε χρονικό διάστημα λίγων χρόνων και τώρα συγκαταλέγονται ανάμεσα στα πιο πρωτότυπα έργα της τέχνης του 19ου αιώνα. Παρ`όλο που ο ίδιος ήταν εξοικειωμένος με τις μοντέρνες τάσεις, η αυθόρμητη και υποκειμενική εκφραστικότητα των τοπίων του μπορούν επίσης να αποδοθούν στο γεγονός ότι ζωγράφιζε μόνο σε περιόδους προσωπικών κρίσεων.

 "I am everywhere, in the ocean which is my blood, in the hills which are my bones"
 

Συνεχίζοντας να ψάχνει νέες διεξόδους για τα καλλιτεχνικά του ταλέντα ανακαλύπτει τη φωτογραφία. Τα αυτοπορτραίτα και το παιχνίδι με τους ρόλους ήταν ανάμεσα στα αγαπημένα του φωτογραφικά θέματα. Ζώντας στην Ελβετία το 1886, φωτογράφισε μια σειρά από πορτραίτα του εαυτού του σε ρόλους συγγραφέα, αρχηγού της οικογένειας, ευγενικού κυρίου, μουσικού κι άλλα. Σε πολλές απ' αυτές τις φωτογραφίες η σύνθεση είναι με εντυπωσιακό τρόπο ασυμμετρική με παράξενα κοψίματα. Ο ίδιος είχε πει: «Δε με νοιάζει για τη δική μου εμφάνιση, αλλά θέλω να ελπίζω ότι οι άνθρωποι θα μπορούν να δουν μέσα στην ψυχή μου και ότι αυτό παρουσιάζεται καλύτερα σε αυτές τις φωτογραφίες παρά σε άλλες».
 
 Το 1890 σκέφτηκε την ιδέα να φωτογραφίζει την ανθρώπινη ψυχή και μίλησε εις μήκος για τα ψυχολογικά πορτραίτα. Το ενδιαφέρον του Strinberg για τις μυστηριώδεις μορφές της φύσης ήταν τα αρχικά σημεία του για τις λεγόμενες ΄΄ουρανογραφίες΄΄ και ΄΄αποκρυσταλλώσεις΄΄ του, οι οποίες ΄΄φωτογραφήθηκαν΄΄, χωρίς να χρησιμοποιηθεί φακός. Αυτά προεικόνισαν με έκπληκτο τρόπο τα φωτογραφικά πειράματα των σουρρεαλιστών του 1920.
 
Το 1908 εγκαταστάθηκε σ` ένα σπίτι το οποίο αποκαλούσε ‘Ο Μπλε Πύργος' στην κεντρική Στοκχόλμη κι έζησε εκεί μέχρι και το 1912. Σήμερα, αυτό το σπίτι είναι μουσείο.
Τα Χριστούγεννα του 1911 αρρώστησε βαριά με πνευμονία και δεν έγινε ποτέ τελείως καλά. Πέθανε από καρκίνο στομάχου στις 4 Μαίου 1912 σε ηλικία 63 χρονών. Σύμφωνα με την ευχή του θάφτηκε κάτω από ξύλινους σταυρούς που είχαν τον Εσταυρωμένο πάνω και με την επιγραφή O Crux Ave Spes Unica.
 
Όπως και ο Leo Tolstoy, o Strindberg ποτέ δεν έλαβε το βραβείο Νόμπελ για τη λογοτεχνία.
Έγραψε περισσότερα από 70 θεατρικά έργα, όπως και μυθιστορήματα, μικρές ιστορίες και δοκίμια της Σουηδικής ιστορίας. Η επιρροή του υπήρξε ευρεία. Ως δραματουργός ήταν πηγή έμπνευσης για τους Γερμανούς εξπρεσσιονιστές και για τους Eugene O' Neill, Eugene Ionesco, Tennesse Williams και η επίδρασή του ήταν εμφανής σε έργα όπως των Harold Pinter, Samuel Beckett, John Osborne και John Arden. Ο Par Lagerkvist έγραψε για τον Strindberg στο Μοντέρνο Θέατρο: ΄΄Και είναι γεγονός ότι πραγματοποίησε την ανανέωση του μοντέρνου δράματος και κατ'επέκταση τη βαθμιαία ανανέωση του θεάτρου. Είναι από αυτόν και μέσω αυτού που ο νατουραλισμός έλαβε το (επι)κριτικό χτύπημα, αν και είναι επίσης ο Strindberg αυτός ο οποίος έδωσε στο νατουραλισμό τα πιο έντονα, δραματικά του έργα΄΄.
 
 
ΑΠΟΣΠΑΣΜΑΤΑ ΛΟΓΩΝ ΤΟΥ
 
΄΄Εκτός από τα μικρά παιδιά και τα λουλούδια, η μουσική είναι το χειρότερο που ξέρω΄΄.
 
"Πότε είναι η επανάσταση νόμιμη; Όταν πετυχαίνει!΄΄.
 
΄΄ Σιχαίνομαι τους ανθρώπους που έχουν σκυλιά. Δεν είναι παρά δειλοί που δεν έχουν τα κότσια να δαγκώσουν τους ανθρώπους οι ίδιοι΄΄.
 
΄΄ Ένας συγγραφέας είναι μόνο ένας ρεπόρτερ για τα όσα έχει ζήσει΄΄.
 
΄΄ Ονειρεύομαι, άρα υπάρχω΄΄.
 
΄΄ Μόνο οι άντρες αγαπούν και τους τυφλώνει΄΄.
 
 

Ηλιοβασίλεμα στη θάλασσα
Είμαι ξαπλωμένος στη γωνιά με τα παλαμάρια,
καπνίζω "Πέντε γαλάζιοι αδελφοί"
και δε σκέφτομαι τίποτε.
Η θάλασσα είναι πράσινη,
έντονα βαθυπράσινη σαν το αψέντι:
είναι πικρή σαν χλωριούχο μαγνήσιο

και πιο αλμυρή από χλωριούχο νάτριο
είναι αμείλικτη σαν ιωδιούχο κάλιο
και λήθη, λήθη
για τα μεγάλα αμαρτήματα, και τις μεγάλες λύπες
μόνο η θάλασσα δίνει,
και το αψέντι!
Ω, πράσινη αψινθοθάλασσα,
ω, γαλήνια αψινθολήθη,
νέκρωσε τις αισθήσεις μου
και άφησέ με να κοιμηθώ ήσυχα,
όπως τότε που μ` έπαιρνε ο ύπνος
όταν διάβαζα ένα άρθρο στη
Revue des deux Mondes!
Η Σουηδία απλώνεται σαν καπνός,
σαν καπνός από μαδούρο Αβάνας
και ο ήλιος κρέμεται εκεί πάνω
σαν μισοσβησμένο πούρο,
όμως γύρω στον ορίζοντα
υψώνονται οι κυματωγές κατακόκκινες
σαν βεγγαλικά
και φωτίζουν την αθλιότητα.