The book thief

The book thief

Κυριακή 4 Αυγούστου 2013

Oscar Wilde, μια ιδιόρρυθμη περίπτωση

Image
 
 
"Είμαι τόσο έξυπνος που μερικές φορές δεν καταλαβαίνω ούτε μία λέξη απ’ όσα λέω"
Ο.Wilde


A’ ΜΕΡΟΣ: ΓΕΝΙΚΗ, ΣΥΝΤΟΜΗ ΕΙΣΑΓΩΓΗ

Στα 16 μου χρόνια κι ενώ βρισκόμουν σε φροντιστήριο προετοιμασίας για τις πανελλήνιες εξετάσεις, στο μάθημα της Λογοτεχνίας διαβάζαμε ένα ποίημα του Κωστή Καρυωτάκη. Σ’ έναν απ’ τους στίχους του αναφέρει το Πορτραίτο του Ντόριαν Γκρέι, όπου και μας εξήγησαν πως πρόκειται για ένα απ’ τα σημαντικότερα βιβλία του Ιρλανδού συγγραφέα Oscar Wilde και μας μίλησαν λίγο για το περιεχόμενό του.

Θυμάμαι πως μου κίνησε την περιέργεια και συγκράτησα στο μυαλό μου τον τίτλο του βιβλίου. Κάποιες εβδομάδες, ίσως και μήνες αργότερα, περνώντας τυχαία από μια υπαίθρια έκθεση βιβλίου, βλέπω σ’ έναν πάγκο πάνω-πάνω "Το Πορτραίτο του Ντόριαν Γκρέι". Χωρίς να το πολυσκεφτώ, το αγόρασα. Κι αυτό το βιβλίο έμελλε να γίνει ένα απ’ τα αγαπημένα μου όλων και ήταν η αρχή για να διεισδύσω στο μυαλό και τη ψυχή ενός απ’ τους πιο σημαίνοντες ανθρώπους, η επιρροή του οποίου με συντρόφευσε για την υπόλοιπη ζωή μου και συνεχίζει να το κάνει ακόμη και σήμερα 12 χρόνια μετά.
 
Για τον Oscar Wilde ό,τι και να γραφτεί είναι λίγο. Ήταν τέτοια η πολυπλοκότητα και η αξία του μυαλού και της ψυχής του, που δεν μπορεί να γραφτεί και να περιοριστεί σε δέκα σειρές και τρεις παραγράφους. Παρ’ όλα αυτά, θα επιχειρήσω μια σύντομη γενική εισαγωγή και θ’ ακολουθήσει αναλυτική αναφορά των σημαντικότερων σταθμών της πολυτάραχης ζωής του στο β’ μέρος.
 
Ο Oscar ήταν ένας άνθρωπος που αγαπούσε τη ζωή και τη γευόταν με όλες του τις αισθήσεις. Πνευματικά και μορφωτικά οξυδερκής, κουβαλούσε ένα απ’ τα πιο ανήσυχα πνεύματα της γενιάς του, διοχετεύοντας αυτή του την ανησυχία και στον τρόπο ζωής του. Μυθιστοριογράφος, θεατρικός συγγραφέας, ποιητής, κριτικός, φιλέλληνας, έζησε μια ζωή που τα περιείχε όλα -δόξα, φήμη, αναγνώριση, χρηματικά οφέλη, θαυμασμό, εκτίμηση, φίλοι, οικογένεια, αλλά και ηθική πτώση, κατακερματισμό της αξιοπρέπειας του, φτώχεια και ταπείνωση.
 
Ήταν το χαρακτηριστικό παράδειγμα ενός πεσόντος άστρου. Όλα ήρθαν πολύ γρήγορα. Ο γάμος, η οικογένεια, η αναγνώριση των έργων του, η διάδοση του ονόματός του, ο καταστροφικός έρωτας, η καταδίκη, ο θάνατός του. Με μόλις μόνο 9 θεατρικά έργα και ένα και μοναδικό μυθιστόρημα, θεωρείται ως ένας απ’ τους καλύτερους θεατρικούς συγγραφείς της Βικτωριανής εποχής, δίνοντας όσο ζούσε διαλέξεις περί αισθητισμού (μιας και θεωρείται απ’ τους κυριότερους εκπροσώπους αυτού του κινήματος) σε Αμερική, Ιρλανδία και Αγγλία και συνδέοντας το όνομά του με το δόγμα της τέχνης για την τέχνη.
 
Μέσα στα 46 χρόνια που έζησε, κατάφερε να δει τα έργα του να παίζονται στα γνωστότερα θέατρα της εποχής, να ανεγερθεί στα ανώτερα κοινωνικά στρώματα, να γνωρίσει και να συνάψει δεσμούς φιλίας με σημαίνοντες ανθρώπους της τέχνης και των γραμμάτων, να ζήσει μια ζωή περιτριγυρισμένη από φίλους, απολαύσεις, χρήματα και ηδονές. Κι αυτό το τελευταίο, ήταν και η καταδίκη του. Στα 36 του χρόνια, ανακαλύπτει τις ομοφυλοφιλικές του τάσεις και αφήνεται να ζήσει μια παθιασμένη, καταστροφική σχέση που του πήρε μακριά ό,τι είχε καταφέρει μέχρι εκείνη τη στιγμή να χτίσει. Καταχρεωμένος και ταπεινωμένος, δέχεται τη μοίρα του και οδηγείται στη φυλακή με την κατηγορία της ομοφυλοφιλίας για 2 χρόνια σε καταναγκαστικά έργα. Μετά από αυτό, δεν κατάφερε ν’ ανακάμψει σε ηθικό και πνευματικό επίπεδο και πέθανε δυστυχισμένος κι άρρωστος ύστερα από τέσσερα χρόνια στο Παρίσι, όπου βρίσκεται μέχρι και σήμερα ο τάφος του.
 
Η γοητεία που ασκεί σε μικρούς και μεγάλους συνεχίζει μέχρι σήμερα να εμπνέει και να επηρεάζει, γιατί άσχετα με τις όποιες ερωτικές του κατευθύνσεις ήταν η περίπτωση ενός πραγματικού καλλιτέχνη, ιδιόρρυθμου μεν, αυθεντικού δε, που ζούσε όπως έγραφε, αγαπούσε και υπερασπιζόταν την τέχνη μέχρι και την τελευταία στιγμή κι άνοιξε νέους δρόμους στη σκέψη (μιας και σε όλα του τα έργα συναντάμε τις ανεπανάληπτες φιλοσοφικές του αναζητήσεις) και στον τρόπο που νοούμε την έννοια της Τέχνης.
 
 
B' ΜΕΡΟΣ
 
O Oscar Fingar O’ Flahertie Wills Wilde ήταν ένας χαρισματικός και ιδιαίτερα πνευματώδης Ιρλανδός μυθιστοριογράφος, ποιητής, θεατρικός συγγραφέας και κριτικός- μια από τις πιο αντιπροσωπευτικές φιγούρες του τέλους της Βικτωριανής εποχής, που απόλαυσε την άνοδο στην κορυφή της κοινωνίας, αλλά και την σκληρή πτώση και την ντροπή της ταπείνωσης.

 
Η ΓΕΝΝΗΣΗ ΕΝΟΣ ΤΑΛΕΝΤΟΥ
 

Γεννήθηκε στις 16 Οκτωβρίου 1854 στο Δουβλίνο, το δεύτερο από τα τρία παιδιά της συγγραφέως και ποιήτριας Jane Francesca Agnes και του επιτυχημένου γιατρού και χειρούργου William Wilde. Μέχρι και την ηλικία των 9 ετών, λάμβανε μαθήματα κατ’ οίκον, ενώ την περίοδο 1864-1871 φοίτησε στο Portora Royal School, έξω απ’ την πόλη του Δουβλίνου. Γρήγορα απεδείχθη πόσο εξαιρετικός ήταν ως μαθητής κι έτσι κέρδισε μια υποτροφία για το Trinity College του Δουβλίνου.

Εκεί μελέτησε τους κλασικούς λογοτέχνες, αναπτύσσοντας ιδιαίτερο ενδιαφέρον για τους Έλληνες φιλόσοφους και τον Ελληνικό τρόπο ζωής. Για τις εξαιρετικές επιδόσεις του ως φοιτητής, έλαβε το Χρυσό Μετάλιο Μπέρκλεϊ, το οποίο αποτελούσε την μεγαλύτερη τιμητική διάκριση για φοιτητή του κολεγίου. Στη συνέχεια, κέρδισε άλλη μια υποτροφία για το Magdalen College Oxford University, όπου και φοίτησε από το 1874 ως το 1878. Εκεί ανέπτυξε τις ποιητικές του ευαισθησίες και την αγάπη του για τη λογοτεχνία κι έλαβε το βραβείο Newdigate για την ποιητική του σύνθεση με τίτλο ‘Ραβέννα’ κι αποφοιτώντας με άριστα.

Ήταν εκείνη την περίοδο που επηρεάστηκε από το συγγραφέα και κριτικό Walter Pater, τον οποίο και βοήθησε να φτιάξουν μαζί το Αισθητικό Κίνημα ‘Η Τέχνη για την Τέχνη’. Σύμφωνα με το κίνημα του Αισθητισμού, η Τέχνη δεν συνδέεται με την ηθική. Πίστευαν ότι ο ρόλος οποιασδήποτε μορφής τέχνης είναι να παρέχει εκλεπτυσμένη αισθησιακή ηδονή, παρά να εκφράζει ηθικά ή συναισθηματικά μηνύματα. Η Τέχνη δεν έχει κάποιο διδακτικό σκοπό, χρειάζεται απλά να είναι όμορφη. Την ομορφιά θεωρούσαν ως τον βασικότερο παράγοντα στην Τέχνη και την αντίληψη πως η ζωή πρέπει να αντιγράφει την Τέχνη.

Μετά την αποφοίτησή του από το κολέγιο, ο Wilde εγκαταστάθηκε στο Λονδίνο. Και ήταν εκεί όπου άρχιζε σιγά-σιγά να εισχωρεί στην υψηλή κοινωνία και να γίνεται γνωστός ως συγγραφέας και διανοούμενος. Ήταν απ’ τις πρώτες διασημότητες της εποχής. Το 1881 δημοσίευσε την πρώτη του ποιητική συλλογή ‘Poems’, η οποία και έλαβε θετικές κριτικές. Τον Δεκέμβριο του ίδιου έτους ταξίδεψε στη Νέα Υόρκη για να δώσει μια σειρά διαλέξεων γύρω από το αισθητικό κίνημα στη Βρετανία. Αρχικά, είχε προγραμματίσει να δώσει πενήντα διαλέξεις σε διάστημα τεσσάρων μηνών, ωστόσο η παραμονή του στις Ηνωμένες Πολιτείες διήρκεσε περίπου ένα χρόνο, δίνοντας στο διάστημα αυτό συνολικά 140 διαλέξεις.

Με την άφιξή του στην Αμερική, έκανε αμέσως εμφανή την επιδεικτική του προσωπικότητα: φορούσε μακριές, μεταξωτές κάλτσες, έναν ασυνήθιστο τύπο φορέματος, κι είχε μακριά ανέμελα μαλλιά που έδιναν την εντύπωση της θηλυπρέπειας κι ενός αέρα ευφυϊας, επιτήδευσης κι εκκεντρικότητας. Αυτό ήταν και που τον χαρακτήριζε- ήταν ειδικός στο να κηρύττει την αξία και τη σημασία του στυλ στη ζωή και στη τέχνη και να επιτίθεται έτσι στη στενότητα του πνεύματος που χαρακτήριζε την εποχή του. Εκείνα που διακήρυττε και εκείνα που αποτελούσαν γι’ αυτόν θεμελιώδεις απόψεις για τη ζωή, τη σκέψη και την τέχνη, τα έκανε και πράξη στην ζωή του, στην καθημερινότητά του, δεν ήταν απλά λόγια και θεωρίες, μα και πράξη και τα ενσωμάτωνε σ’ ένα γενικότερο πλαίσιο συμπεριφοράς και τρόπου ζωής.

ΓΑΜΟΣ ΚΑΙ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑ
 

Επιστρέφοντας από την Αμερική, ο Wilde επισκέφτηκε το Παρίσι, όπου ολοκλήρωσε το δεύτερο θεατρικό του έργο ‘Η δούκισσα της Πάδοβας’. Αργότερα, πραγματοποίησε διαλέξεις στη Βρετανία και την Ιρλανδία. Κατά την παραμονή του στο Δουβλίνο, το καλοκαίρι του 1884 γνώρισε την Constance Mary Lloyd (1858-1898), κόρη εύπορης Ιρλανδικής οικογένειας, την οποία παντρεύτηκε και μαζί απέκτησαν δύο γιους, τον Cyril, o οποίος σκοτώθηκε κατά τη διάρκεια του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου και τον Vyvyan, ο οποίος αργότερα έγινε συγγραφέας και εξέδωσε ένα βιβλίο με τη βιογραφία του Oscar Wilde το 1960.
Για να συντηρεί οικονομικά την οικογένειά του, ο Wilde εργάστηκε σε διάφορα περιοδικά κι εφημερίδες της περιοχής, όπως η Paul Mall Gazette και η επιθεώρηση Dramatic Review, γράφοντας δημοσιογραφικά κείμενα και κριτικές.

 


ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΟ ΕΡΓΟ
 

Τα επόμενα χρόνια αποτέλεσαν μία ιδιαίτερα παραγωγική περίοδο σε ότι αφορά το έργο του Wilde. Το 1888 εκδόθηκε ένα απ’ τα πιο γνωστά έργα του, ‘Ο Ευτυχισμένος Πρίγκηπας κι άλλα παραμύθια’, περιλαμβάνοντας ιστορίες όπως ‘Ο εγωιστής γίγαντας’ και ‘Το Αστερόπαιδο‘, ιστορίες που έχουν μείνει ανεξίτηλες στο χρόνο, ζωντανές στη φαντασία και το μυαλό μεγάλων και μικρών αναγνωστών και που συνεχίζουν ακόμη και σήμερα να εμπνέουν, να μαγεύουν και να καθοδηγούν.

Το μοναδικό μυθιστόρημά του, ‘Το Πορτραίτο του Ντόριαν Γκρέι’, εκδόθηκε στην τελική του μορφή το 1891, προκαλώντας έντονη αμφισβήτηση απ’ την μια πλευρά, μιας και κάνει εμφανή επίθεση στην υποκρισία της Αγγλίας κι απ’ την άλλη, απ’ το ομοφυλοφιλικό του περιεχόμενο. Το ίδιο βιβλίο χρησιμοποιήθηκε εναντίον του κατά τη διάρκεια της μεταγενέστερης δίκης του, κατηγορούμενος για ομοφυλοφιλία.

Παρ’ όλα αυτά, η αξία του βιβλίου παραμένει μέχρι σήμερα αδιαμφισβήτητη κι έχει ερμηνευτεί στο θέατρο, την τηλεόραση και δύο φορές στον κινηματογράφο. Το 1997, γυρίστηκε η ταινία ‘Wilde’, με πρωταγωνιστές τον Stephen Fry ως Oscar Wilde και τον Jude Law ως τον Lord Alfred Douglas. Μιλάει για την ιστορία ενός νεαρού, πανέμορφου άντρα που πουλάει την ψυχή του στο ίδιο του το πορτραίτο για να έχει ο ίδιος αιώνια νιάτα και ομορφιά, ενώ η κακή φύση και η ασχήμια του καθρεφτίζονται στο πορτραίτο του, καθώς εκείνο γερνάει και τον στοιχειώνει με τη μορφή του, θυμίζοντάς του ποιος πραγματικά είναι, μέχρι που το σκοτώνει για να σκοτωθεί και ο ίδιος και να λυτρωθεί.

Τον Δεκέμβριο του 1892, παρουσιάστηκε η θεατρική του κωμωδία ‘Η Βεντάλια της λαίδης Ουίντερμηρ’, η οποία έτυχε θερμής υποδοχής. Άλλα θεατρικά του έργα είναι τα ‘Μία γυναίκα χωρίς σημασία’, ’Η Φλωρεντιανή τραγωδία’ (1893), ΄Σαλώμη’ (1894), ‘Ένας ιδανικός σύζυγος’ και ‘Η σημασία του να είναι κανείς σοβαρός’ (1895).

Κατά τη διάρκεια της φυλάκισής του, έγραψε το σπαρακτικό, ερωτικό γράμμα του το ’’De Profundis (Εκ βαθέων)’, που απευθυνόταν στον άνθρωπο που τον οδήγησε στη φυλακή, αλλά παρ’ όλα αυτά πολύ αγαπημένο του Lord Alfred Douglas, το οποίο εκδόθηκε στην πλήρη μορφή του το 1962. Όσο βρισκόταν στη φυλακή, δεν του επιτρεπόταν να γράφει παραπάνω από μία σελίδα κάθε μέρα και για χαρτί του παραχωρούσαν όχι τίποτε άλλο από χαρτί υγείας, πάνω στο οποίο προσπαθούσε να χωρέσει και ν’ αποτυπώσει τις σκέψεις του.

Τις εμπειρίες που έζησε στη φυλακή τις κατέγραψε αργότερα μετά την αποφυλάκισή του τον Μάϊο του 1897, στο ποίημά του ‘Η Μπαλάντα της φυλακής του Ρήντινγκ (The Ballad of Reading Gaol)’.

Τα γραπτά του εκφράζουν την παράδοξη άποψη που είχε για τη ζωή, δείχνοντας ότι τα πράγματα δεν ήταν πάντα έτσι όπως εμφανίζονταν. Ο βιογράφος του Richard Ellman γράφει για τον Oscar: ‘Μαζί με τον Μπλέικ και τον Νίτσε, έλεγε πως το καλό και το κακό δεν είναι αυτό που φαίνονται κι ότι οι ηθικές ταμπέλες δεν μπορούν να συνάδουν με την πολυπλοκότητα της ανθρώπινης συμπεριφοράς’.

Η ικανότητα του γραπτού λόγου του παραμένει αναμφισβήτητη και τα έργα του έχουν εμπνεύσει αμέτρητους συγγραφείς, έχουν μεταφραστεί σε πολυάριθμες γλώσσες κι έχουν μεταφερθεί αρκετές φορές στο θέατρο και τον κινηματογράφο.

ΤΟ ΣΚΑΝΔΑΛΟ
 

Το 1891, ο Wilde γνώρισε και συνδέθηκε ερωτικά με τον Άγγλο ποιητή Lord Alfred Douglas, έναν σνομπ, κακομαθημένο αριστοκράτη κι αρκετά μικρότερό του, γνωστό και με το ψευδώνυμο ‘Bosie’, γιο του John Douglas, του 9ου Μαρκήσιου του Queensberry. Ήταν η αρχή μιας θυελλώδους σχέσης που θα προκαλούσε πολλά προβλήματα στον ίδιο και που τελικά θα τον οδηγούσε στην πνευματική και οικονομική πτώση του. Ο Alfred είχε μια αρκετά ταραχώδη σχέση με τον πατέρα του, ο οποίος και κατέκρινε τον τρόπο ζωής του κι όταν έμαθε για τη σχέση και την συγκατοίκηση του γιου του με τον Wilde, αποφάσισε να στραφεί εναντίον του τελευταίου. Στα εγκαίνια της παράστασης ‘Η σημασία του να είναι κανείς σοβαρός’ το 1895 στο θέατρο St. James στο Λονδίνο, ο Μαρκήσιος σχεδίαζε να εκθέσει και να ταπεινώσει δημόσια τον Wilde. Εκείνος πήρε νομικά μέτρα, προκειμένου να προστατεύσει τον εαυτό του, αυτή όμως η πράξη του, στράφηκε τελικά εναντίον του, καθώς βρέθηκε ο ίδιος κατηγορούμενος για ομοφυλοφιλία κι άσεμνες πράξεις.

Η ομοφυλοφιλία ήταν απαγορευμένη εκείνη την εποχή στη Βρετανία κι έτσι καταδικάστηκε στις 25 Μαϊου 1895 σε καταναγκαστικά έργα 2 ετών στη φυλακή του Reading Gaol έξω απ’ το Λονδίνο. Η καταδίκη του έδωσε λαβή για έντονα σχόλια, κουτσομπολιά και κερδοσκοπία ανάμεσα στο φιλικό και όχι μόνο περίγυρό του και για πολλά χρόνια τ’ όνομά του παρέμεινε συνδεδεμένο με αυτό το σκάνδαλο και τις επιπτώσεις του.


ΦΥΛΑΚΙΣΗ ΚΑΙ ΘΑΝΑΤΟΣ
 

Η εμπειρία της φυλακής τάραξε και επηρέασε σε μεγάλο εσωτερικό βαθμό την ψυχολογία και κατ’ επέκταση την υγεία του συγγραφέα. Ποτέ δεν κατάφερε να το ξεπεράσει και ν’ ανακτήσει την προηγούμενη διάθεση και συμπεριφορά του. Μετά την αποφυλάκισή του, η σύζυγός του είχε αλλάξει το επίθετό της και των παιδιών της σε Holland και οι φίλοι του είχαν εξαφανιστεί απ’ το πλευρό του.

Απομονωμένος απ’ τον κοινωνικό του περίγυρο και φτωχός καθώς ήταν, υιοθέτησε το όνομα Sebastian Melmoth και πήγε στο Παρίσι, όπου ξαναήρθε σ’ επαφή με τον φίλο κι άλλοτε εραστή του Καναδό δημοσιογράφο Robert Baldwin Ross. Συνέχισε να γράφει, χωρίς όμως, όπως ο ίδιος είχε πει, ν’ απολαμβάνει τη διαδικασία του γραψίματος. Ο Jonathan Fryer σχολίασε για τις τελευταίες μέρες του πως ’ήταν ητημμένος, αλλά όχι σκυφτός. Ένας κλόουν πίσω από μια μάσκα τραγωδίας’.

Λίγο πριν τον θάνατό του ασπάστηκε τον Καθολικισμό. Πέθανε στις 30 Νοεμβρίου 1900 από μηνιγγίτιδα, σε ηλικία μόλις 46 χρονών και ο τάφος του βρίσκεται μέχρι σήμερα στο νεκροταφείο Pere Lachaise στο Παρίσι.

 
ΕΡΓΟΓΡΑΦΙΑ

 

Μυθιστόρημα

• The Picture of Dorian Gray (1890)

Ιστορίες

• The Portrait of Mr. W. H. (1889)
• The Happy Prince and Other Tales (1888)
• A House of Pomegranates (1891)
• Lord Arthur Savile's Crime and Other Stories (1891)

Ποιήματα

• Ravenna (1878)
• Poems (1881)
• The Sphinx (1894)
• Poems in Prose (1894)
• The Ballad of Reading Gaol (1898)

Θεατρικά

• Vera; or, The Nihilists (1880)
• The Duchess of Padua (1883)
• Lady Windermere's Fan (1892)
• A Woman of No Importance (1893)
• Salome (1893)
• An Ideal Husband (1895)
• The Importance of Being Earnest (1895)
• La Sainte Courtisane and A Florentine Tragedy (1908)

 



QUOTES
 

‘Πάντα να συγχωρείς τους εχθρούς σου. Τίποτα δεν τους ενοχλεί περισσότερο’.

‘Μια ιδέα που δεν είναι επικίνδυνη, δεν αξίζει καν να λέγεται ιδέα’.

‘Η φιλοδοξία είναι το τελευταίο καταφύγιο της αποτυχίας’.

‘Ένα έργο τέχνης είναι το μοναδικό αποτέλεσμα μια μοναδικής ιδιοσυγκρασίας’.

‘Ένας ποιητής μπορεί ν’ αντέξει τα πάντα, εκτός από ένα τυπογραφικό λάθος’.

‘Η Τέχνη είναι η πιο έντονη μορφή ατομικισμού που έχει γνωρίσει ο κόσμος’.

‘Μεταξύ αντρών και γυναικών, δεν υπάρχει πιθανή φιλία. Υπάρχει πάθος, εχθρότητα, λατρεία, αγάπη, αλλά όχι φιλία’.

‘Τα παιδιά ξεκινούν με το ν’ αγαπούν τους γονείς τους. Αργότερα, τους κρίνουν. Σπάνια, κάποτε, τους συγχωρούν’.

‘Κάθε άγιος έχει ένα παρελθόν και κάθε αμαρτωλός ένα μέλλον’.

‘Εμπειρία είναι απλώς το όνομα που δίνουμε στα λάθη μας’.

‘Μου αρέσουν οι άνθρωποι περισσότερο απ’ τις αρχές και μου αρέσουν οι άνθρωποι με καθόλου αρχές περισσότερο από οτιδήποτε στον κόσμο’.

‘Καταλαβαίνω όταν οι άντρες αγαπούν μια γυναίκα. Της δίνουν λίγη απ’ τη ζωή τους. Αλλά οι γυναίκες όταν αγαπούν δίνουν τα πάντα’.

‘Η ψευδαίσθηση είναι η πρώτη απ’ όλες τις απολαύσεις’.

‘Εάν δεν αργήσεις πολύ, θα σε περιμένω εδώ όλη μου τη ζωή’.

‘Ο Έρωτας είναι θαυμαστότερο πράγμα απ’ την Τέχνη’.

‘Οι ιδανικότεροι έρωτες είναι εκείνοι που δεν ζήσαμε’.

‘Οι χωρίς βάθος έρωτες επιζούνε. Οι μεγάλοι έρωτες καταστρέφονται απ’ την πληρότητά τους’.

‘Αν μπορούσαμε μονάχα να διαλέξουμε τη φύση μας. Μακάρι να μπορούσαμε..’



ΕΠΙΛΟΓΟΣ
 

Ο Stephen Fry έγραψε γι’ αυτόν: ‘Τι να πω για τον άνθρωπο Wilde; Ήταν εκεί για την Τέχνη. Δεν υπερασπίστηκε τίποτα λιγότερο σε όλη του τη ζωή. Είναι ακόμη πολύ υποτιμημένος σαν καλλιτέχνης και σαν στοχαστής. Ο Wilde ήταν ένας υπέροχος συγγραφέας κι ένας υπέροχος άνθρωπος’.

Η ζωή του υπήρξε ταραχώδης κι άστατη. Αντανακλούσε τις δικές του εσωτερικές επαναστατικές και παράδοξες απόψεις γι΄αυτήν. Ήταν ταυτόχρονα άγιος κι αμαρτωλός και καλώς ή κακώς τον θυμούνται περισσότερο για τη ζωή του, παρά για τα γραπτά του. Όπως και ο ίδιος έχει πει: ‘Έχω βάλει το ταλέντο μου στο γράψιμο, την ιδιοφυία μου την κράτησα για τη ζωή’.
Παραμένει ως και σήμερα μια γοητευτική και συναρπαστική προσωπικότητα. Ένας άνθρωπος που έζησε τη ζωή δυνατά, βιώνοντας τη χαρά αλλά και την τραγωδία των αμφιταλαντευομένων κρίσεων της τότε πουριτανικής και συντηρητικής κοινωνίας που τόσο πολύ πάλεψε να της πάει κόντρα. Στο τέλος τον νίκησε.

Αγάπησε το ίδιο παθιασμένα κι έντονα τη ζωή, την τέχνη, τον έρωτα. Δόθηκε σ’ αυτά και τα υπερασπίστηκε μέχρι την τελευταία στιγμή. Έφυγε σύντομα απ΄ τη ζωή, εξύμνησε την τέχνη, καταστράφηκε απ’ τον έρωτα. Εξύψωσε το πνεύμα σε ανώτερα επίπεδα, διέθετε φαντασία, χιούμορ, κυνισμό. Δεν αντιστάθηκε στα πάθη και τους πειρασμούς, αλλά αφέθηκε να παρασυρθεί απ΄αυτά. Ήταν ένας γνήσιος καλλιτέχνης.

Τα αθάνατα λεγόμενά του (quotes) είναι ο τελευταίος αρμόζων φόρος στην μεγαλοφυία του πνεύματός του.

 

‘Όλοι γεννιόμαστε βουτηγμένοι στο βούρκο. Κάποιοι όμως, από εμάς έχουν τη δύναμη ν’ ατενίζουν τ’ άστρα...’
 

Ρόσμερσχολμ, του Ε. Ίψεν

Image





Το κλασικό έργο "Ρόσμερσχολμ’ του σημαντικότατου Νορβηγού συγγραφέα Ερρίκου Ίψεν ανεβαίνει στην σκηνή του θεάτρου Άλεκτον σε σκηνοθεσία Κωστή Καπελώνη.

Τοποθετημένο στη μακρινή και παγωμένη Νορβηγία, το έργο φέρει την κλασική σφραγίδα του τρόπου γραφής και σκέψης του συγγραφέα, κλείνοντας μέσα του όλη τη θλίψη, το ανομολόγητο του έρωτα, ακόμα και τον τρόμο που ελλόχευαν στην ψυχή του και που τα μετέφερε στους ήρωές του.
 
Στο μέρος, λοιπόν, αυτό που αποκαλείτο Ρόσμερσχολμ, οι ήρωες αυτοί παλεύουν ανάμεσα στα πρέπει και στα θέλω τους, προσπαθούν να ορθοπηδήσουν μέσα από τις απογοητεύσεις και τις απώλειές τους, υποφέρουν από τύψεις, αγωνιούν να βρουν τον εαυτό τους και πάνω απ’ όλα, αναζητούν τις πιο αρχέγονες ανάγκες που υπάρχουν βαθιά μέσα μας- την ανάγκη για αγάπη και για ευτυχία. Αναπόφευκτα οδηγούνται στον αφανισμό τους, που όμως δρα λυτρωτικά και τους εξυψώνει σ’ ένα άλλο επίπεδο, πέρα από τις επιφανείς συμβατικότητες και τη δυσφορία ενός τρόπου ζωής που δεν έχουν οι ίδιοι επιλέξει.
 
Το έργο, αν και στο πρώτο μισό του, φαινόταν να μην έχει στόχο και η ροή κυλούσε με πολύ αργούς ρυθμούς, σύντομα απέκτησε νόημα και μας εισήγαγε σ’ αυτόν τον κόσμο, τον γεμάτο από μυστικά κι αποκαλύψεις, αγωνία, μοναξιά, κρυφούς έρωτες, πάλη ηθικών και πνευματικών ζητημάτων, με πρωτεύοντα στοιχεία τις αξιοσέβαστες ερμηνείες απ’ όλους τους ηθοποιούς, τα μινιμαλιστικά κι άκρως καλαίσθητα σκηνικά και τα φροντισμένα ενδυματολογικά του στοιχεία.
 
Όλα αυτά, μαζί και με το αδιάκοπο χτύπημα του ρολογιού συνέθεταν ένα αισθητικό αποτέλεσμα και μια ατμόσφαιρα όμοιας με εκείνης που ανέδυε η ταινία «Οι Άλλοι» του Αλεχάντρο Αμενάμπαρ.


Κλειστοφοβικό, μυστηριώδες και σε αποχρώσεις του μαύρου από τα σκηνικά μέχρι τα ρούχα όλων των ηθοποιών, ήταν στο σύνολό του ένα έργο που σεβόταν το συγγραφέα, τις προθέσεις του και το κοινό του.

Η Κακομοίρα της Νάπολι

Image




Τα φώτα στο θέατρο Επί Κολωνώ σβήνουν και μία φιγούρα προβάλλει μέσα στο πλήθος να μας μοιράσει καραμέλες. Ανεβαίνει στη σκηνή και η παράσταση αρχίζει. Μια παράσταση που τα περιείχε όλα- γέλιο, κλάμα, τροφή για σκέψη, ατμόσφαιρα, εξαιρετική μουσική και μια ερμηνεία- διαμαντάκι.

Ένας μονόλογος μιας γυναίκας. Μιας γυναίκας εγκαταλελειμμένης απ’ τον σύζυγό της για χάρη μιας πολύ νεότερής του. Μιας γυναίκας που προσπαθεί να μαζέψει τα κομμάτια της, να καταλάβει το γιατί, να διασώσει την αξιοπρέπειά της ή όση της έχει απομείνει, να ριχτεί στο σκοτάδι για να μπορέσει μετά να προβάλλει στο φως φρέσκια και καινούρια.
 
Η Πέπυ Μοσχοβάκου ξεδιπλώνει με περίσσεια ικανότητα και απόλυτη ειλικρίνεια τον ψυχικά κλονισμένο κόσμο μιας γυναίκας που χάνει τα πάντα μέσα σε μια στιγμή. Με τη συνοδεία ατμοσφαιρικής μουσικής υπό τους ήχους του βιολοντσέλο ζωντανά πάνω στη σκηνή από τον μουσικό Γ. Γιούνη, η κ. Μοσχοβάκου κρατάει στους ώμους της όλη την παράσταση και φέρει εις πέρας έναν δύσκολο κι απαιτητικό ρόλο που ακροβατεί ανάμεσα στην κωμωδία και το δράμα, το γέλιο και το κλάμα, αλλά και τη συγκίνηση, τον σαρκασμό, τη χαρά, την αγωνία, αποδεικνύοντας έτσι μια δεινή ερμηνευτική ικανότητα, με τη σκηνή της μπανιέρας να κρατά τα ηνία. Δεν είναι απλώς η διήγηση μιας ιστορίας βλέποντάς την από απόσταση, γίνεται η ίδια η Κακομοίρα, κάνοντάς μας να βλέπουμε ζωντανά μπροστά μας τα γεγονότα που συνέβησαν και να τα βιώνουμε εκείνη τη στιγμή μαζί της.
 
Και αφού αυτή η γυναίκα πάλεψε μέσα από τον πόνο με τη μοναξιά και τους εσωτερικούς της δαίμονες, ακολούθησε η αναγέννηση και το ξεκίνημα μιας καινούριας αρχής, έχοντας τώρα πλήρη γνώση του εαυτού της και περισσότερη εμπιστοσύνη και πίστη προς αυτόν.

Και μαζί και η φράση που τα περικλείει όλα: "Η ζωή είναι ελαφριά, δεν πρέπει ν’ αφήνουμε κανέναν να τη βαραίνει".
 

Μια τεράστια έκρηξη του Βασίλη Μαυρογεωργίου

Image





Οι μόνιμοι πλέον συνεργάτες του Θεάτρου του Νέου Κόσμου, Κώστας Γάκης και Βασίλης Μαυρογεωργίου, γράφουν (ο δεύτερος) και σκηνοθετούν μαζί την καινούρια τους παράσταση "Μια τεράστια έκρηξη" που παίζεται στην κλασική πλέον κάτω αίθουσα του εν λόγω θεάτρου.

Γενικά, ο Μαυρογεωργίου τα τελευταία χρόνια δεν μας έχει συνηθίσει σε εκπλήξεις. Έχοντας παρακολουθήσει την όλη μέχρι τώρα πορεία και δουλειά του (απ’ την εποχή του "Η ζωή είναι ένα όνειρο" στο Θέατρο Αμόρε, το 2004), βλέπουμε ότι συνεχίζει να κάνει αυτό που έχει μάθει καλά- ίδιο επιτελείο ηθοποιών κάθε χρόνο, με κάποιες μικρές αλλαγές μόνο, σπιντάτοι ρυθμοί, γρήγορη σκηνοθεσία. Θα έλεγε κανείς πως έχει καταλήξει να είναι γραφικός.
 
Παρ’ όλα αυτά, η φετινή παράσταση ήταν μια μικρή έκπληξη. Με τη βοήθεια των δύο μόνιμων ηθοποιών του, της Μαρίας Φιλίνη και της Κατερίνας Μαυρογεώργη, αλλά και με έναν απολαυστικότατο Γιώργο Πυρπασόπουλο, συνθέτει ένα κείμενο που αυτή τη φορά δεν φλερτάρει τόσο με το α-λογο και τη φαντασία, όσο με τις καθημερινές, απτές καταστάσεις που απευθύνονται σε όλους και καταφέρνει έτσι να μας κάνει να περάσουμε ένα δίωρο χαράς, γέλιου και ευθυμίας. Στοιχεία, που αν μη τι άλλο, τώρα περισσότερο από ποτέ τα χρειαζόμαστε.
 
Γρήγορες εναλλαγές σκηνών και ρόλων, αξιόλογες ερμηνείες, μουσική, τραγούδια, έξυπνες σκηνοθετικές πινελιές κι ένα ευφυές κείμενο σε έμπνευση του ιδίου. Με όλα καταπιάνεται- αγάπη, έρωτας, σχέσεις, ανεργία, δύσκολες σχέσεις με γονείς, θάνατος, θρησκεία. Όλα σε μια προσπάθεια του ήρωα να βρει το δρόμο του, οποίος ν’ αποδείξει θέλει πώς αξίζει πρώτα στον εαυτό του και μετά στους άλλους.
 
Μακράν, η καλύτερη σκηνοθετική δουλειά του Μαυρογεωργίου μέχρι τώρα.

Αγαπητή Έλενα, της Λ. Ραζουμόβσκαγια

Image



Τέσσερις τελειόφοιτοι μαθητές, μία καθηγήτρια. Την ημέρα των γενεθλίων της και με πρόφαση αυτό το γεγονός, πηγαίνουν σπίτι της να της ευχηθούν, με απώτερο όμως σκοπό να της ζητήσουν το κλειδί το οποίο ανοίγει τα φυλαγμένα γραπτά τους για να τα διορθώσουν, μιας και δεν έγραψαν καλά και κινδυνεύουν να μην περάσουν σε καμία σχολή πανεπιστημίου.

Εκ πρώτης όψεως φαίνεται ένα γεγονός απλό κι ακίνδυνο. Κανείς δεν περιμένει αυτά που επακολουθούν. Η Ελένα, πιστή στις αξίες και στα πιστεύω της, αρνείται να υποταχτεί στις παρακλήσεις τους κι εκείνοι με τη σειρά τους αρνούνται να συμμορφωθούν. Όσο αυτή τους τονίζει πράγματα που θέλουν ν’ αγνοούν, τόσο περισσότερο εκείνα πεισμώνουν και κάνουν τα πάντα για να πάρουν αυτό που θέλουν. Μόνο που στο κάθε τι υπάρχει ένα όριο. Αν ξεπεραστεί, τότε δεν υπάρχει επιστροφή. Και τα παιδιά, πάνω στην ορμή της νιότης τους, δεν γνωρίζουν όρια.
 
Από ένα σημείο και μετά, το κλειδί παύει να είναι το ζητούμενο. Αναφέρεται, αλλά δεν σε νοιάζει αν τελικά θα καταφέρουν να το πάρουν ή όχι. Πιάνεις τον εαυτό σου να αμφιταλαντεύεται για το ποιανού το μέρος να πάρεις -απ’ τη μία μεριά, μια γυναίκα ανήμπορη που προσπαθεί να υπερασπιστεί τον εαυτό της αλλά και που στην όψη της καθρεφτίζονται όλα τα ιδανικά και οι αρχές μιας γενιάς που έχει κατά πολλού ξεπέσει, μιας γενιάς που δεν κατάφερε να εμφυσήσει αυτά για τα οποία πολεμούσε στην επόμενη, και από την άλλη μεριά, τα νιάτα, με όλη τη δύναμη και τον ενθουσιασμό που τους χαρακτηρίζει, μα και με όλο τον εγωκεντρισμό και την πάλη για αυτοεπιβεβαίωση, σαν μια προσπάθεια να πάρουν αξία ο καθένας στα δικά του μάτια αλλά και των άλλων και να νιώσουν το αίσθημα της νίκης απέναντι στο παλιό, ξεφτισμένο και αδύναμο προσωπείο της γενιάς που φεύγει, αλλά και απέναντι σ’ ένα σύστημα που δεν τους βοηθάει να γίνουν αυτό που πραγματικά θέλουν.
 
Γιατί αυτό που θέλουν απέχει πολύ απ’ αυτό που έχουν. Μεγαλωμένοι σε μια συντηρητική κοινωνία που δεν μπορεί ν’ αναγνωρίσει τις ιδιαιτερότητές τους κι εγκλωβισμένοι σε μια φτωχή και μίζερη ζωή, βλέπουν ως τη μοναδική έξοδο σωτηρίας την πνευματική καταξίωση νομίζοντας πως θα τους οδηγήσει και σε μια κοινωνική καταξίωση παράλληλα, και πως έτσι θ’ αποκτήσουν κύρος και σεβασμό απ’ τον περίγυρό τους. Τολμούν, λοιπόν να τα βάλουν με οποιονδήποτε σταθεί εμπόδιο στο δρόμο τους. Για μια ακόμη φορά το αίσθημα της εξουσίας βρίσκεται στο επίκεντρο. Πώς ο πιο δυνατός μπορεί να επιβληθεί στον πιο αδύναμο. Το πόσο εύκολα μπορούν να αντιστραφούν οι ρόλοι και πώς εκείνος που φαίνεται να είναι ο ισχυρός μπορεί να βρεθεί στο έλεος του πιο αδύναμου φαινομενικά. Αυτή η σύγκρουση παίρνει κι άλλες διαστάσεις. Είναι η σύγκρουση των παλιών, συντηρητικών, απαρχαιωμένων ιδεολογιών που έρχονται σε ρήξη με τις νέες, ρηξικέλευθες κι επαναστατικές αντιλήψεις μιας νεότερης γενιάς που τολμάει ν’ αμφισβητήσει τα θεμέλια πάνω στα οποία στηρίχθηκαν οι έννοιες της εκπαίδευσης, της γνώσης και της οικογένειας και που προσπάθησαν οι παλιοί να τους μεταδώσουν. Είναι η έννοια της αυθεντίας που αμφισβητείται. Αλλά και ο ρόλος του καινούριου που έρχεται να καθίσει πάνω στο παλιό και να του επιβληθεί με τους πιο σκληρούς όρους. Και κάπου εκεί ο στόχος χάνεται, το τοπίο θολώνει κι όλο αυτό γυρίζει μπούμερανγκ. Έπαιξαν το παιχνίδι, αλλά με όρους που ούτε και οι ίδιοι μπορούσαν ν’ αντέξουν. Αποστολή εξετελέσθη. Αποτέλεσμα, η καταστροφή.
 
Το κείμενο της συγγραφέως Λιουντμίλα Ραζουμόβσκαγια είναι υπέροχο, δυνατό και διαχρονικό. Με τρόπο απλό κι άμεσο μιλάει για τις ηθικές αξίες που την ίδια στιγμή που αναδεικνύονται καταπατούνται, για την εξουσία που αμφισβητείται, για τα όρια που ξεπερνιούνται, για την πάλη για τα χαμένα ιδανικά και την χαμένη αθωότητα, για την αποτυχία και το αίσθημα της απογοήτευσης που την ακολουθεί. Το έργο σε κρατάει από το πρώτο λεπτό μέχρι το τελευταίο, με την αγωνία να κορυφώνεται σταδιακά. Εδώ να αναφέρω πως το 2009 το ίδιο έργο, με τον ίδιο θίασο, αποτελούσε κεντρική παραγωγή του ΔΗ.ΠΕ.ΘΕ Αγρινίου, και στη συνέχεια φιλοξενήθηκε στο Θέατρο Τέχνης Καρόλου Κουν.
 
Οι τέσσερις νεαροί ηθοποιοί δίνουν αξιοσημείωτες και πολύ φροντισμένες ερμηνείες, με την Ιλιάδα Λαμπρίδου στο ρόλο της Ελένας να κρατάει πραγματικά τα ηνία.

Ένας απολογισμός για την Έύθραυστη' παράσταση

 







Αρχές Νοεμβρίου, κάπου στην Κερασούντος κοντά στην πλατεία Μαβίλη. Το κουδούνι χτυπάει και σιγά-σιγά φτάνουν ένα-ένα καινούρια, φρέσκα πρόσωπα έτοιμα να γνωριστούν μεταξύ τους. Ο Γιάννης, η ΄Ελενα, ο Κωστής, η Μαρία, η Ιωάννα, η Κάλλι, ο Δημήτρης, ο Παναγιώτης, η Ελένη, η Γεωργία και η Κατερίνα. Το σπίτι γεμίζει, επικρατεί μια αμήχανη σιωπή.

Συστηνόμαστε, κοιταζόμαστε κι αρχίζουμε να μιλάμε, να ρωτάμε, να συμφωνούμε, να διαφωνούμε, να διαβάζουμε, να σκεφτόμαστε, ν’ αναρωτιόμαστε: Τι είναι πλήξη; Κι εμείς νιώθουμε έτσι; Και γιατί; Προβληματισμοί γύρω απ’ αυτό το συναίσθημα (που ήταν και η αρχική ιδέα και τίτλος της παράστασης), το ασυνείδητο, τον Καντ, τον Φρόυντ, τον Τρίερ ακόμα και την Αγία Γραφή, μας οδηγούν την επόμενη φορά στον έβδομο όροφο ενός χώρου στη Σοφοκλέους που θα μας φιλοξενήσει για τους επόμενους 5 μήνες. Αυτή τη φορά βρίσκονται εκεί ο Κωστής, η Μαρία, η Ιωάννα, η Κάλλι, ο Δημήτρης, η Βιβή, η Κατερίνα, η Ελένη, η Γεωργία, η Κατερίνα και η Ειρήνη. Μια σκηνοθέτης, δύο βοηθοί, μία σκηνογράφος, 7 νέοι ηθοποιοί.
 
Και το ταξίδι ξεκινάει. Άλλοτε αφιλόξενο, άλλοτε χωρίς προορισμό, κάποιες φορές μοναχικό, άλλες αισιόδοξο, απαισιόδοξο, αρκετές φορές σκληρό, ακόμη περισσότερες κουραστικό και με πολλές, μα πολλές δυσκολίες. Σ’ αυτό το ταξίδι κυβερνήτης ήταν ένας και συνοδοιπόροι όλοι μαζί και ξεχωριστά ο καθένας βίωνε την προσωπική του αγωνία, απογοήτευση, έμπνευση, προσδοκία, φόβο, χαρά.

Οι στάσεις πολλές. Κάθε σταθμός και μια νέα εμπειρία που με τη σειρά της κυοφορούσε και μια νέα προσδοκία άλλοτε πραγματοποιήσιμη, άλλοτε όχι, μα και πολλές αναταραχές που έφερναν το πλήρωμα σε ανακατάταξη και μπροστά σε νέες αλλαγές που έπρεπε ν’ αντιμετωπίσει.

 
Κι έτσι κάθε φορά ξεκινούσαμε απ’ την αρχή. Η θάλασσα στην οποία ταξιδεύαμε ήταν αρκετές φορές φουρτουνιασμένη, όμως και η κάθε φουρτούνα έφερνε με τη σειρά της αρκετές στιγμές γαλήνης, χαράς και γέλιου. Μέσα σ’ αυτό το οδοιπορικό, κάποιοι δεν άντεξαν κι έφυγαν, καινούρια άτομα προστέθηκαν, άλλοι αντικαταστάθηκαν από κάποιους άλλους, κάποιοι έπαψαν να ενδιαφέρονται όπως πριν, το σίγουρο όμως είναι πως όσοι έμειναν δεν ήταν πια οι ίδιοι μετά την αγκυροβόληση του καραβιού στο λιμάνι. Όλοι άλλαξαν. Κάποιοι ξαναβρήκαν τον εαυτό τους, κάποιοι τον αναγνώρισαν εκεί, κάποιοι άλλοι έκαναν βουτιά μέσα του. Ή μάλλον όλοι. Και για κανέναν δεν υπήρχε σωσίβια λέμβος. Για κάποιους, ούτε καν ελπίδα σωτηρίας. ‘Ομως, άξιζε το ρίσκο. ‘Βουτιά από ψηλά σε μολυβένια θάλασσα...’ Πώς αλλιώς θα αντικρίζαμε αυτό που υπήρχε εκεί μέσα και ήταν κρυμμένο, ξεχασμένο ή απλά πολύ φοβισμένο για να βγει στην επιφάνεια;
 
Συνεπιβάτες λοιπόν. Σ’ ένα ταξίδι που ισοδυναμούσε με την ίδια τη ζωή. Που ξεκινούσε με το άφθαρτο για να καταλήξει στο φθαρτό, γήινο, θνητό κι εύθραυστο σώμα μας και να μας υπενθυμίσει τη φθορά του εαυτού μας και κατ’ επέκταση της ίδιας της ζωής, το εύθραυστο της ανθρώπινης ύπαρξης και φύσης μας. Κι έτσι μάθαμε πόσο ανυπεράσπιστοι και ανήμποροι είμαστε μπροστά της και μπροστά στη γνώση της. Μιας και είναι η ίδια εκείνη δύναμη που υπάρχει μέσα μας και μας ωθεί να κάνουμε πράγματα που ούτε είχαμε φανταστεί πως θα κάναμε ή πράγματα που δεν πιστεύαμε ότι μπορούσαμε να κάνουμε. Όλοι ξεπεράσαμε τον εαυτό μας και όλοι μάθαμε μέσα απ’ αυτό. Μάθαμε πόσο πανούργα, σκληρή, κυνική, μυστήρια, πολύπλοκη, βάρβαρη, βασανιστική, τρυφερή, ευαίσθητη, φοβισμένη, μπερδεμένη, ανήσυχη είναι η φύση του καθενός μας και πόσο ανώφελο είναι να προσπαθούμε συνεχώς να την εξηγούμε, όταν εκείνη έχει πάντα τον τρόπο να μας ξαφνιάζει και να μας εκπλήσσει. Άλλοτε ευχάριστα, άλλοτε δυσάρεστα.
 
Κι αφού γνωρίσαμε στο έπακρο όλη της τη σκληρότητα κι αγριότητα, βγήκαμε νικητές μέσα από μια μάχη πολλών ωρών προβών, συζητήσεων κι αναλύσεων, κρύου, υγρασίας και κούρασης, χρησιμοποιώντας γυμνά σώματα, βάθρο, ατελείωτες μουσικές και τσιγάρα, χορούς, καπέλα, λεκάνες με νερά, ντισκομπάλες, λουλούδια, ψεύτικο χιόνι, μικρόφωνα, μαχαίρια, νυφικά, ρύζι, κέτσαπ, μπαλόνια σωπαίνοντας στην αρχή και χρησιμοποιώντας μόνο το σώμα και το πρόσωπο για να μπορέσουμε να βιώσουμε ένα απόλυτο και γενναιόδωρο δόσιμο προς το συναίσθημα.
 
Η σιωπή θα έδινε σε λίγο καιρό τη θέση της σε ‘λίστες με τα πράγματα για τα οποία αξίζει κανείς να ζει’ , ‘λίστες από κατηγορίες’ και ‘λίστες με τα πράγματα που δεν κάνουμε’ για να οδηγήσει σιγά-σιγά τη δράση γύρω από ένα τραπέζι όπου ακούγονται απαγγελίες προσευχών, τραγουδιών και ποιημάτων, αποσπάσματα απ’ την Αγία Γραφή και της συνέντευξης της Κικής Δημουλά, ευχαριστίες προς το κοινό, λίστα με τα επτά θανάσιμα αμαρτήματα, ‘το τυχερό μου αστέρι’, ‘θέλω να βρω την ησυχία μου’, ‘σου έχει περάσει ποτέ από το μυαλό ότι ψάχνεις σε λάθος μέρος;’ για να καταλήξει σε εύθραυστους απολογισμούς και μαγικά κόλπα γύρω από τη ζωή, τον έρωτα και το χωρισμό, τη μοναξιά, το ανέλπιστο, την ένωση, τον Άμλετ, τους λόγους που κάνουν την καρδιά να χτυπά δυνατά και το θάνατο, όλα σερβιρισμένα με σεβασμό μέσα σε μια μαγική, ιδιαίτερη και ξεχωριστή ατμόσφαιρα ειπωμένα με ειλικρίνεια και αυθεντικότητα.
 
Και κάπως έτσι τελείωσε (ή μήπως τώρα ξεκινάει;) η περιπέτεια στο άβατο της ψυχής εκεί που η ζωή συναντούσε το θέατρο και με μόνο οδηγό την αλήθεια επιχειρούσε να την ψάξει και να την ανακαλύψει στο τώρα, στα βλέμματα, στις κινήσεις, στα χαμόγελα, στις πράξεις. Η αναζήτησή της όμως, δεν σταματάει εδώ. Όσο συνεχίζουμε ν’ ανασαίνουμε, εκείνη θα εφευρίσκεται και θα προσδιορίζεται ξανά και ξανά δίνοντάς μας τροφή για νέες περιπέτειες.
 
"Απ’ όλες τις αποστάσεις, λέει
ανάμεσα στη γη και στον ήλιο
στη γη και στ’ αστέρια
στη γη και στο φεγγάρι
δεν υπάρχει μεγαλύτερη, λέει
απ’ αυτήν ανάμεσα σ’ εσένα και σ’ εμένα...’

‘Ας ερχόσουν για λίγο, μοναχά για ένα βράδυ
να γεμίσεις με φως το φρικτό μου σκοτάδι
και στα δυο σου τα χέρια να με σφίξεις ζεστά
ας ερχόσουν για λίγο κι ας χανόσουν μετά..."



 

Bernard- Marie Koltès, H ιστορία ενός χαρούμενου desperado





Το παρακάτω κείμενο είναι αφιερωμένο στον Ζήση Αϊναλή, που ζει και αναπνέει στο Παρίσι και που μας μαγεύει με τις λέξεις του, θυμίζοντας τον αγαπημένο και ξεχωριστό Koltès.

O Bernard-Marie Koltès είναι ένας από τους πιο ιδιαίτερους, σημαίνοντες και ευρέως παιγμένους θεατρικούς συγγραφείς. Γάλλος, συγγραφέας δώδεκα έργων, αναδύθηκε αμέσως ως η πιο χαρακτηριστική και δραματική φωνή των 80’s.

ΣΥΝΤΟΜΟΙ ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟΙ ΣΤΑΘΜΟΙ

Γεννήθηκε στις 9 Απριλίου 1948 στο Μετς, στη Γαλλία, σε μια καθολική μεσοαστική οικογένεια και μαθήτευσε κοντά στους Ιησουίτες, των οποίων η σκέψη και η ρητορική, χαρακτηριστικά στοιχεία αυτής της εκπαίδευσης, θα επηρεάσουν τους διαλόγους των έργων που θα γράψει. Μεγαλώνει με μια πολύ αυστηρή μητέρα που του επιβάλλει τη Χριστιανική εκπαίδευσή της. Ο πατέρας του, στρατιωτικός, ήταν συχνά απών. Φοιτεί στο Saint Clement College του Μετς, μαθαίνει πιάνο και αρμόνιο με τον Louis Thiry και το 1967 ξεκινά τις σπουδές του στη σχολή δημοσιογραφίας στο Στρασβούργο.

Το 1968 βλέπει την ηθοποιό Maria Casarès να παίζει τη Μήδεια στο Εθνικό Θέατρο του Στρασβούργου. Είναι ένα σοκ γι’ αυτόν και παράλληλα το σημείο αλλαγής : αποφασίζει ν’ ασχοληθεί με το θέατρο και ν’ αφιερώσει τη ζωή του στη δραματική τέχνη. Είχε και στο παρελθόν σε πολύ νεαρή ηλικία προσπαθήσει να γράψει, αλλά αργότερα τα παράτησε και μόνο μετά την τελευταία του εμπειρία ξαναρχίζει το γράψιμο.

Σε ηλικία 17-18 χρονών εγκαταλείπει το Μετς. Το 1968 κάνει το πρώτο του ταξίδι στον Καναδά κι έπειτα στη Νέα Υόρκη. Ο ίδιος λέει : "Στα 18 μου ξέσπασα. Πολύ γρήγορα έφτασα στο Στρασβούργο, πολύ γρήγορα στο Παρίσι και πολύ γρήγορα στη Νέα Υόρκη, το ’68. Κι εκεί, ξαφνικά, η ζωή χύμηξε πάνω μου. Δεν υπήρξαν λοιπόν ενδιάμεσα στάδια, δεν είχα το χρόνο για να ονειρευτώ το Παρίσι, ονειρεύτηκα αμέσως την Νέα Υόρκη. Και η Νέα Υόρκη το ’68, ήταν πραγματικά ένας άλλος κόσμος".

Το 1970 γράφει το πρώτο του έργο "Οι πικρίες", που το σκηνοθετεί ο ίδιος. "Στο θέατρο πρωτοπήγα πολύ αργά. Ήμουν 22 ετών. Είδα ένα έργο που με συγκίνησε και μ’ εντυπωσίασε πάρα πολύ και στρώθηκα αμέσως στο γράψιμο. Άρχισα μ’ ένα έργο που βασιζόταν στα παιδικά χρόνια του Γκόρκι και το ανέβασα με κάτι φίλους. Το είδε ο Hubert Gignoux -διευθυντής του θεάτρου- και μου πρότεινε να μπω στη σχολή του Εθνικού Θεάτρου του Στρασβούργου. Εκεί συνέχισα να γράφω έργα και να τ’ ανεβάζω με τους μαθητές ηθοποιούς. Συνέχισα μ’ αυτόν τον τρόπο επί οκτώ χρόνια, χωρίς κανένα έργο να παιχτεί σ’ ένα αληθινό θέατρο’.Ιδρύει το θεατρικό θίασο Theatre du Quai και συνεχίζει να γράφει έργα και να τ’ ανεβάζει ο ίδιος : "Η Πορεία", "Μεθυσμένη Δίκη" (1971), "Η Κληρονομιά" ( 1972), "Νεκρές Αφηγήσεις" (1973). Το 1972 γίνεται ραδιοφωνική μετάδοση της "Κληρονομιάς" και το 1974 του έργου "Υπόκωφες Φωνές" σε σκηνοθεσία του Jacques Taroni από τον σταθμό Radio-France Alsace.

Το χειμώνα του 1973 ταξιδεύει στη Σοβιετική Ένωση με αυτοκίνητο απ’ το Παρίσι (Ανατολική Γερμανία, Κόσσοβο, Μόσχα). Το 1977 μετακομίζει στο Παρίσι όπου και γράφει το "Η νύχτα μόλις πριν απ’ τα δάση" που παρουσιάζεται στο φεστιβάλ off της Avignon, σε σκηνοθεσία του ίδιου, με τον Yves Ferry. Αυτή είναι και η τελευταία σκηνοθετική του απόπειρα. Το έργο αυτό παρουσιάστηκε στο φεστιβάλ του Εδιμβούργου το 1981 και αργότερα στο Μόναχο, τη Βιέννη, το Φράιμπουργκ, τη Φρανκφούρτη, το Άμστερνταμ, το Μιλάνο, την Κοπεγχάγη, το Όσλο, κάνοντάς τον γνωστό στη Γαλλία και την Ευρώπη.

Τον Φεβρουάριο του 1978 ταξιδεύει στη Νιγηρία και το καλοκαίρι με φθινόπωρο του ίδιου έτους ταξιδεύει στη Νικαράγουα, τη Γουατεμάλα, το Μεξικό και την Αφρική. Κατά τη διάρκεια παραμονής του στη Γουατεμάλα γράφει δύο μικρές ιστορίες και αρχίζει τη συγγραφή του έργου "Αγώνας νέγρου και σκύλων". Τον Ιανουάριο του 1980 γίνεται ραδιοφωνική μετάδοση του έργου στον σταθμό France Culture. Το 1983 γίνεται πρεμιέρα του έργου στη Γαλλία σε σκηνοθεσία του Patrice Chereau στο Theatre des Amandiers της Nanterre. Θα παιχτεί επίσης στο Μπορντώ, στην Ανατολική και Δυτική Γερμανία, την Ελβετία, και τις Γιουγκοσλαβία, Αυστρία, Δανία, Ολλανδία, Ιταλία, Ισπανία, Φιλανδία και Νότια Αφρική. Την ίδια εποχή συναντιέται με τον Claude Stratz -τον βοηθό του Chereau- ο οποίος γίνεται ο αγαπημένος αναγνώστης των κειμένων του και αντιπρόσωπός του.

Το 1984 ταξιδεύει στη Σενεγάλη. Δημοσιεύει το μυθιστόρημά του "Η φυγή με άλογο πολύ μακριά μες στην πόλη" που είχε γραφτεί το 1976. "Το απόλυτο όνειρό μου είναι να γράψω μυθιστορήματα. Το πρώτο βιβλίο που εξέδωσα ήταν ένα μυθιστόρημα. Το ότι δεν γράφω πια μυθιστορήματα οφείλεται στον απλό λόγο, ότι δεν μπορώ να ζήσω απ’ αυτά. Απ’ την άλλη μεριά, αρνούμαι να κάνω ένα οποιοδήποτε επάγγελμα, έστω ένα επάγγελμα παραλογοτεχνικό. Γράφω και νιώθω καλά όταν γράφω, έστω κι αν αυτό είναι σκληρό, έστω κι αν είναι καταναγκαστικό. Απορρέουν απ’ αυτό μεγάλες στιγμές απόλαυσης".

Μεταξύ του 1983 με 1985 γράφει τη "Δυτική Αποβάθρα", που κάνει πρεμιέρα στο Άμστερνταμ στις αρχές του 1986 και μετά σκηνοθετήθηκε από τον Patrice Chereau στη Nanterre τον ίδιο χρόνο. Μέχρι το 1986 το έργο είχε παιχτεί σε όλη την Ευρώπη και τον κόσμο. Το έργο του "Ταμπατάμπα" παρουσιάστηκε μία φορά στο Φεστιβάλ της Avignon από το Theatre Ouvert σε σκηνοθεσία του Hammou Graia. Ξεκίνησε ένα καινούριο μυθιστόρημα, που όμως έμεινε ημιτελές μ’ ένα μοναδικό κεφάλαιο να έχει ολοκληρωθεί με τον τίτλο "Πρόλογος".
Το 1987 γίνεται πρεμιέρα του έργου "Στη μοναξιά των κάμπων με βαμβάκι" στη Nanterre από τον Patrice Chereau. Το έργο αυτό παίχτηκε στη συνέχεια σε πέντε ηπείρους. Μεταφράζει το "Χειμωνιάτικο Παραμύθι" του Ουίλλιαμ Σαίξπηρ για λογαριασμό του σκηνοθέτη Luc Bondy στο Theatre des Amandiers στη Nanterre.
Το 1988 γράφει την "Επιστροφή στην έρημο", όπου γίνεται η πρεμιέρα του την ίδια χρονιά, και τον "Ρομπέρτο Τσούκο", που η πρεμιέρα του έγινε το 1990 στη γερμανική γλώσσα σε σκηνοθεσία του Peter Stein. O "Ρομπέρτο Τσούκο" θα γινόταν χωρίς αμφιβολία, το πιο ευρέως παιγμένο έργο του Koltès στον κόσμο.
Η υγεία του χειροτερεύει όλο και περισσότερο το 1988, μιας και ήταν άρρωστος εδώ και κάποια χρόνια. Το χειμώνα του ’88-’89 ταξιδεύει από τη Λισσαβώνα στο Μεξικό, τη Γουατεμάλα και το Παρίσι και τελικώς στη Λισσαβώνα, όπου μένει ένα μήνα. Επιστρέφει στο Παρίσι για λίγο, όπου πεθαίνει, λίγες μέρες μετά τα γενέθλια των 41ων χρόνων του, στις 15 Απριλίου του 1989, από aids.

ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ ΑΠΟ ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ ΤΟΥ ΣΤΗΝ COLETTE GODARD

Σκέψεις για το έργο στη "Μοναξιά των κάμπων με βαμβάκι" : «Στην αρχή είχα σκεφτεί να φέρω αντιμέτωπους έναν τραγουδιστή των μπλουζ κι έναν πανκ. Δύο απόψεις για τη ζωή εντελώς αντίθετες, κι αυτό είναι που έχει σημασία. Όταν η απόσταση ανάμεσα σε δυο πρόσωπα είναι τόσο μεγάλη, τι μένει; Η διπλωματία, δηλαδή η γλώσσα. Συνομιλούν ή αλληλοσκοτώνονται. Άρα λοιπόν συνομιλούν, όμως το ότι αλληλοπροσεγγίζονται δεν οφείλεται στο ότι εγκιβωτίζονται ο ένας μέσα στον άλλον. Όταν είδα την ταινία του Τζάρμους ‘Στην παγίδα του νόμου’, αναγνώρισα τον εαυτό μου στις σχέσεις του Tom Waits και του John Lurie, που χωρίς να το θέλουν έχουν βρεθεί μαζί. Αυτό που συμβαίνει ανάμεσά τους είναι κάτι το μυστηριώδες, σαν ένας αγώνας πυγμαχίας. Βάζουν δυο ανθρώπους πάνω σ’ ένα ρινγκ κι αυτοί πρέπει ν’ αγωνιστούν και να νικήσουν. Δυο πρόσωπα που δεν γνωρίζουν το ένα το άλλο, χτυπιούνται μέχρι θανάτου μπροστά στο κοινό, ζουν πράγματα που υπερβαίνουν το ερωτικό πάθος. Απέναντι στον αντίπαλο, απογυμνώνονται, υποφέρουν όπως ποτέ άλλοτε. Αυτοί οι άνθρωποι, σε τελευταία ανάλυση, δεν έχουν φτάσει στον πάτο. Είναι δυνατοί. Δεν έχουν πλέον ούτε αυταπάτες, ούτε πίστη. Πράγμα που τους επιτρέπει να έχουν ασύλληπτες φιλοδοξίες, τρελές αλλά πολύ συγκεκριμένες ελπίδες. Εμείς θέλουμε την υπέρβαση, εδώ ακριβώς στην επίγεια ζωή. Την υπέρβαση για μία και μόνο στιγμή. Τη θυσία για ένα άμεσο αποτέλεσμα. Έτσι είναι τα θεατρικά μου πρόσωπα, τους ανεβαίνει η αδρεναλίνη, και ορμούν, έστω κι αν δεν πιστεύουν στο αποτέλεσμα.»

"Η ευτυχία να έχεις γράψει" (εφημερίδα Le monde, Φεβρουάριος 1988)

«Η ανάγκη να γράφεις δύσκολα εξηγείται. Είναι κάπως σαν τα ναρκωτικά νομίζω: αρχίζεις κατά τύχη, σου αρέσει και μετά δεν κάνεις δίχως αυτά, μολονότι δεν μπορείς να πεις αν πράγματι ευχαριστιέσαι. Όπως η ηρωίνη: δεν είναι η παρουσία της που σε ικανοποιεί, είναι η απουσία της που σε κάνει να υποφέρεις. Θα μπορούσε κανείς να απορήσει με το γεγονός ότι γράφω για το θέατρο, ενώ δεν πάω ποτέ ή σχεδόν ποτέ στο θέατρο και διαβάζω περισσότερο μυθιστορήματα. ‘Ισως επειδή το αγαπώ πάρα πολύ. Ή, δεν το αγαπώ καθόλου, μου αρέσει όμως να γράφω γι’ αυτό. Η πραγματική δυσκολία στο γράψιμο συνίσταται στο να επιβάλλεις στον εαυτό σου μια πειθαρχία. Τις περισσότερες φορές, πρέπει να ζορίζεσαι. Η απόλαυση να γράφεις είναι κάτι σπάνιο: η πραγματική απόλαυση είναι να έχεις γράψει. Το καθαυτό επιτήδευμα δεν είναι να γράφεις καλύτερα, αλλά να βρίσκεις τρόπους να παρακάμπτεις τη δυσκολία του να γράφεις. Προσπαθείς να θυμάσαι την ευχαρίστηση που νιώθεις όταν έχεις τελειώσει. Η πείρα πάντως, δεν σου επιτρέπει να γράφεις ένα έργο ευκολότερα απ’ το προηγούμενο. Επ’ αυτού, παραμένεις αρχάριος κάθε φορά που ξεκινάς. Νομίζω ότι καλός συγγραφέας είναι όποιος ξέρει να χειρίζεται τα προβλήματα δομής, όποιος ξέρει να οδηγεί μια αφήγηση. Μολονότι το ‘να γράφει καλά’ είναι το λιγότερο για ένα συγγραφέα. Είναι ωστόσο πολύ πιο εύκολο να γράφεις καλά από το να γράφεις άσχημα. Εκτός κι αν ισχυρίζεσαι ότι αναπαράγεις με ακρίβεια τη γλώσσα της ζωής. Βεβαίως και το θέατρο αφηγείται τη ζωή, βεβαίως και γράφουμε μόνο με υλικό από τη ζωή. Αν γράψουμε όμως ένα θεατρικό έργο, αν σκηνοθετηθεί και παιχτεί, είναι για να περάσουμε τη ζωή σε μιαν άλλη κατάσταση, να περάσουμε από την πραγματικότητα στο έργο τέχνης. Η ελευθερία, μεγάλο προνόμιο αυτής της δραστηριότητας, είναι συγχρόνως και το ρίσκο της. Υπάρχει πολύ μεγάλη απομόνωση: είσαι μηχανικός ,εργάτης, επιστάτης και κριτής. Αναπόφευκτα, λοιπόν, γίνεσαι λίγο μισάνθρωπος, λίγο μυθομανής. Αλλά συμφιλιώνεσαι. Όπως και να ‘ναι, υπάρχει στο τέλος η απόλαυση να γλιστράς στην πλατεία, να βλέπεις τους ανθρώπους να κάθονται στα σκαλοπάτια, να μετράς τη διάρκεια του χειροκροτήματος. Το κοινό είναι πρωταρχικός και ύστατος στόχος μου, το πραγματικό μου κίνητρο. Η μεγαλύτερη αποτυχία μου θα ήταν να μην παιχτεί ένα έργο μου.»

ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ ΑΠΟ ΤΟ "Η ΝΥΧΤΑ ΜΟΛΙΣ ΠΡΙΝ ΑΠΟ ΤΑ ΔΑΣΗ"

«…Μερικές φορές μάλιστα είμαι καλά, πολύ καλά, να όπως τώρα, αν δεν την κοπανήσεις βέβαια και προλάβω, στην κόχη όμως του μυαλού μου υπάρχει πάντα σκέτη λύπη, τόσο που να μην ξέρω πώς να σ’ το πω, μ’ αυτήν την ιστορία επίσης που μπορεί και να την βαρεθείς (επειδή μπορεί σήμερα να’μαι ένα τίποτα, κάποτε όμως), και να την κοπανήσεις προτού να την πω, δεν είμαι λοιπόν ευαίσθητος τύπος, θα σκεφτόμουνα όμως κι εγώ δεν ξέρω τι, πως θα ‘θελα να ‘μαι σαν οτιδήποτε δεν είναι δέντρο, κρυμμένος σ’ ένα δάσος στη Νικαράγουα, σαν το μικρότερο πουλάκι που θέλει να πετάει πάνω απ’ τις φυλλωσιές, μ’ ένα γύρω παραταγμένους τους στρατιώτες να το σκοπεύουν με το πολυβόλο, να παραφυλάνε την παραμικρή του κίνηση, και αυτό που θέλω να σου πω, δεν είναι εδώ που θα μπορούσα να στο πω, πρέπει να βρούμε το χορτάρι που θα μπορούσαμε να ξαπλώσουμε, με όλο τον ουρανό πάνω απ’ το κεφάλι μας, και τη σκιά των δέντρων, ή ένα δωμάτιο τότε, να ‘χουμε όλο τον καιρό δικό μας…
…σηκώνομαι τώρα, διασχίζω τρέχοντας τους διαδρόμους, πηδάω τις σκάλες, βγαίνω έξω απ’ τον υπόγειο, και τρέχω, ονειρεύομαι πάλι μπύρα, τρέχω, μπύρα, μπύρα, σκέφτομαι: τι μπορντέλο, άριες της όπερας, γυναίκες, η παγωμένη γη, η κοπέλα με τη νυχτικιά, πουτάνες και νεκροταφεία, τρέχω και δεν μ’ αισθάνομαι πια, αναζητάω κάτι που να μοιάζει με χορτάρι μέσα σ’ αυτόν τον πολτό, περιστέρια πετάνε πάνω απ’ το δάσος και οι στρατιώτες τα σημαδεύουνε, ματσωμένοι ζητιανεύουνε, αλητάμπουρες ντυμένοι στην τρίχα στρώνουν στο κυνήγι ποντικούς, τρέχω, τρέχω, τρέχω, ονειρεύομαι τον μυστικό ψαλμό των Αράβων μεταξύ τους, σύντροφοι, σε βρίσκω και σε πιάνω απ’ το μπράτσο, θέλω τόσο πολύ ένα δωμάτιο και είμαι μούσκεμα, μάμα, μάμα, μάμα, μη λες τίποτα, μην κουνιέσαι, σε κοιτάζω, σ’ αγαπώ, φίλε, εγώ φίλε αναζητούσα κάποιον να είναι κάτι σαν άγγελος, μέσα σ’ αυτό το μπορντέλο, και είσαι εδώ, σ’ αγαπώ, και τα ρέστα, μπύρα, μπύρα, και εξακολουθώ πάντα να μην ξέρω πώς να το πω, τι πολτός, σκέτο μπορντέλο, φίλε, κι έπειτα συνέχεια αυτή η βροχή, βροχή, βροχή, βροχή..»


PATRICE CHEREAU, ένας φίλος

«…Ήταν ένας μετεωρίτης που διέσχισε βίαια τον ουρανό μας, μέσα σε μεγάλη εσωτερική μοναξιά και με απίστευτη δύναμη, την οποία ήταν μερικές φορές δύσκολο να προσπελάσει κανείς. Μπροστά του αισθανόμουν κάποιο δέος. Δεν συμφωνούσε πάντα με την ερμηνεία που έδινα στα έργα του. Σπανίως μου το έλεγε: είχε την ευγένεια να πιστεύει πως διέπραττα λιγότερα λάθη απ’ τους άλλους. Απ’ τη δική μου πλευρά, θέλησα ν’ αποδώσω, όσο λιγότερο άσχημα γινόταν και με τον ενθουσιασμό που προκαλεί η καθημερινή εργασία μ’ έναν συγγραφέα, έναν αληθινό συγγραφέα, τον δικό του κόσμο-ένα κοφτερό λεπίδι με το οποίο κόπηκα αρκετές φορές. Δεν ανεχόταν να χαρακτηρίζονται τα έργα του σκοτεινά ή απελπισμένα ή ρυπαρά. Μισούσε εκείνους που μπορούσαν να σκεφτούν κάτι τέτοιο. Είχε δίκιο, τα έργα του δεν είναι ούτε σκοτεινά, ούτε ρυπαρά, δεν έχουν σχέση με τη συνηθισμένη απελπισία. Είναι κάτι άλλο πολύ πιο σκληρό, πιο γαλήνια ωμό για μας, για μένα.
Ήταν ένας χαρούμενος desperado, αυτό ήταν. Εγώ δεν είμαι desperado και συχνά ήμουν λιγότερο χαρούμενος από εκείνον που ήξερε τόσο καλά να γελάει.»


ΤΟ ΕΡΓΟ ΤΟΥ

Τα έργα του εξετάζουν τη διεκπεραιωτική φύση των ανθρώπινων σχέσεων, εξερευνώντας την αλληλεπίδραση των ψυχολογικών κινήτρων και των ιδεολογικών νοημάτων, σε μια κατάσταση που ο Koltès αποκαλεί συμφωνία, αλλά που δεν είναι πάντα φανερά εμπορική. Χρησιμοποιώντας πολύ υψηλές δραματικές καταστάσεις αλλά και γλώσσα, και με τις πολιτιστικές και φυλετικές αναμίξεις του περιβάλλοντα χώρου, προσφέρουν καταπληκτικές εικόνες της ζωής στα τέλη του 20ου αιώνα.
Όλα είναι βασισμένα σε αληθινά προβλήματα της ζωής κι εκφράζουν την τραγωδία της μοναξιάς και του θανάτου. Ο τρόπος γραφής του τονίζει τη δραματική ένταση και τον λυρισμό των έργων του. Είναι εμφανές ότι ο Genet και το θέατρο του παραλόγου επηρέασαν το γράψιμο του Koltès. Όπως κάθε συγγραφέας του παραλόγου, έτσι κι αυτός ένιωθε εξόριστος- στη δική του περίπτωση, ως ομοφυλόφιλος σ’ έναν ετερόφυλο κόσμο. Στην Αφρική είδε τις τοπικές κουλτούρες να εξαφανίζονται από τις Ευρωπαικές επιρροές. Αυτό έγινε αφορμή για να γραφτεί το "Αγώνας νέγρου και σκύλων". Μετά την επίσκεψή του στην Αμερική, έγραψε τη "Δυτική Αποβάθρα" για έναν αδερφό και μια αδερφή σ’ έναν ξένο τόπο.

Η φύση της "Νύχτας μόλις πριν από τα δάση", είναι ένα κολάζ από ένα μη ψυχολογικό παίξιμο. Στη σύλληψή του, θεωρείται ως a one man show, κάνοντας χρήση της μινιμαλιστικής θεατρικής έκφρασης. Οι ίδιοι γινόμαστε μάρτυρες ενός από τους πιο προκλητικούς μονολόγους στον κόσμο της λογοτεχνίας. Μια βροχερή νύχτα, ένας ξένος εμφανίζεται απ’ το σκοτάδι ψάχνοντας για καταφύγιο-ένας φτωχός κι εξαντλημένος άντρας. Η παρουσίαση του Koltès είναι άκρως ενδιαφέρουσα. Ο συγγραφέας θέτει μια σειρά από ερωτήσεις, τοποθετώντας μας πάνω σε μυστηριώδη σταυροδρόμια, χωρίς να τα λύνει, κάτι το οποίο είναι αρκετά ευοίωνο : αν το κείμενο μας παρείχε τις απαντήσεις, το θέατρο δε θα ήταν πια απαραίτητο.

Το γράψιμο του συνδυάζει μια λυρική κομψότητα με δηκτικά κοινωνικά σχόλια κι έχει ξεχωρίσει ως ένα ποιητικό κι επιτηδευμένο στυλ γραφής με σχεδόν μυθικούς απόηχους, ενώ παραμένει βαθιά ριζωμένο σε μια σύγχρονη άποψη του κόσμου. Οι επιρροές του ποικίλουν επίσης,μεταξύ του Τσέχωφ, του Σαίξπηρ και του Μαριβώ. Έρευνες πάνω στον Κολτεσιανό θεατρικό κόσμο έχουν δώσει σημαντικές πληροφορίες όσον αφορά την κατανόηση της μεταποικιακής μειονότητας σε θέματα ταυτότητας και ανήκειν. Η Donia Mounsef, στην ανάλυσή της πάνω στο έργο του "Η επιστροφή στην έρημο", ανέλυσε το ρόλο του σώματος ως ένα είδος μεσολάβησης όσον αφορά την αλληλεπίδραση μεταξύ της Γαλλίας και της Αλγερίας. Η Catherine Brun, που επίσης ανέλυσε το ίδιο έργο, ανέπτυξε το σύνδεσμο μεταξύ του πολέμου στην Αλγερία και την κατάρρευση της επαρχιακής αστικής οικογένειας. Ο Koltès, πέρα από φυλετικές και κοινωνικές έννοιες, αποκαλύπτει μια θεμελιώδη βασική διφορούμενη στάση όσον αφορά την αξία της εθνικότητας ως εργαλείο για την αναγνώριση της ταυτότητας. Διαλύει τις παραδοσιακές αντιλήψεις της Γαλλικής εθνικής ταυτότητας, αμφισβητώντας τις θεμελιώδεις φιλοσοφίες και ταυτόχρονα καλεί για μια καινούρια αλληλεγγύη μέσα από ένα φυλετικό αλληλοανακάτεμα και διάλογο.

Εν ολίγοις, υπήρξε ο αδιάλλακτος, σκοτεινός άγγελος που οδήγησε το κοινό μέσα από αφώτιστους δρόμους της ετερότητας. Ήταν ένας θεατρικός ποιητής της αποξένωσης. Τα ερημικά, ελλειπτικά, επίσημα ρητορικά του έργα-ένα μίγμα από την ωμή τοπική διάλεκτο και με θραύσματα από άκρως στυλιζαρισμένους μονολόγους -φανερώνουν συμπάθεια για χαρακτήρες που βρίσκονται στην περιφέρεια της συμβατικής κοινωνίας. Χαρακτηρίστηκε ως ένας μοναχικός λύκος, ως ο φύλακας των αουτσάιντερ και ως ο αληθινός διάδοχος των Samuel Beckett, Jean Cocteau και Jean Genet. Σύμφωνα με την εφημερίδα Le Monde : "είναι ένας απ’ τους κλασικούς της εποχής μας, που είναι απ’ το 1990 ο περισσότερο παιγμένος Γάλλος συγγραφέας στο εξωτερικό". Τα έργα του εξυμνητικά ή αινιγματικά μέσα στον αποφασιστικό αντινατουραλισμό τους, είναι άφθονα σε ολοκάθαρες ομιλίες διατυπώνοντας παράλληλα αδιαπέραστες σκέψεις.

Ο Hamilton λέει : "Δύο από τα έργα που έγραψε, η Δυτική Αποβάθρα και το Sallinger τοποθετούνται στην Αμερική και μιλούν για την κατάσταση στην Αμερική τώρα. Στους Κάμπους με Βαμβάκι μιλάει φιλοσοφικά για το πώς ο καπιταλισμός ενημερώνει κάθε πλευρά για την Αμερικάνικη ύπαρξη." 
Ο Koltès ένιωθε πολύ περίεργα με τον εαυτό του που ο ίδιος ήταν λευκός και Γάλλος. Αυτή η διάθεση γίνεται ακόμη πιο περίεργη από ένα τραχύ στυλ διαλέκτου που ηχεί αλλόκοτο ακόμα και στους Γάλλους. "Η γαλλική γλώσσα που έχει ξαναγραφτεί και διορθωθεί από έναν ξένο πολιτισμό, θα κέρδιζε μία νέα διάσταση και αφθονία της έκφρασης με τον ίδιο τρόπο που ένα κλασσικό άγαλμα χωρίς χέρια ή άκρα, θα ήταν όμορφο από την ίδια του την απουσία", λέει ο Koltès.
Μπορεί λοιπόν, να ήταν ένας τέλειος Γάλλος δραματουργός, αλλά στο βάθος ο ίδιος δεν ανήκε ποτέ πραγματικά στη Γαλλία.

ΕΡΓΟΓΡΑΦΙΑ

• Bitterness (Les Amertumes) (1970)
• La Marche (1970)
• Heritage (L'Héritage) (1972)
• Récits morts (1973)
• Sallinger (1977)
• The Night Just Before the Forests (La Nuit juste avant les forêts) (1977)
• Black Battles with Dogs (Combat de nègre et de chiens) (1979)
• Quay West (Quai Ouest) (1985)
• In the Solitude of Cotton Fields (Dans la solitude des champs de coton) (1985)
• Tabataba (1986)
• Return to the Desert (Retour au désert) (1988)
• Roberto Zucco (1988)

 
Η ΠΡΟΣΩΠΙΚΟΤΗΤΑ ΤΟΥ

Είχε γοητευτεί από την κουλτούρα του σύγχρονου κόσμου: τον κινηματογράφο, τα κόμικς, το μαύρο χρονικό στις εφημερίδες. Ήταν μεγάλος οπαδός του Bruce Lee, του Bob Marley, του James Dean. Του άρεσε να κατοικεί σε περιθωριακά περιβάλλοντα και βίωσε την απογοήτευση του μοντέρνου τρόπου ζωής. Δεν του άρεσε να κρατάει τίποτα ή σχεδόν τίποτα, ειδικά τα γράμματα που λάμβανε. Ζούσε με πολύ λίγα: λίγα έπιπλα, λίγα βιβλία και τίποτα άλλο. Κάθε φορά που άφηνε ένα μέρος, έδινε τα βιβλία και έπαιρνε μόνο μια ταξιδιωτική τσάντα μαζί του και πάντα τον Rimbaud του.
Ήταν ένας πολύ ιδιωτικός άνθρωπος. Ποτέ δεν συζήτησε δημόσια την ομοφυλοφιλία του και τα έργα του δεν έχουν ανοιχτά γκέι χαρακτήρες. ‘Έχω περίπλοκες ερωτικές ιστορίες σχεδόν κάθε μέρα και αρκετές ταυτόχρονα. Όμως μένω μόνος μου, με μια μικρή ικανότητα, πάνω από ένα οπωροπωλείο μες στη μέση του πολύβουου Παρισιού. Έχω τόσα πράγματα να σου πω: κεραυνοί πάνω απ’ την Πράγα, αγάπες μιας νύχτας, πρώτες αυγές, όνειρα, προειδοποιήσεις, όχι αναμνήσεις, αλλά γεμάτος σχέδια. Ας βιαστούμε!’, έγραφε στον αδερφό του François.


Πέρασε την ενήλικη ζωή του πάντα παλεύοντας με την έλλειψη χρημάτων, μετακομίζοντας συνέχεια από μοιρασμένα δωμάτια σε φθηνά ξενοδοχεία και μικρά διαμερίσματα για να συλλέγει εντυπώσεις και ιδέες για τα γραπτά του, όπως είχε ισχυριστεί αρκετές φορές. Τα περισσότερα απ’ τα γράμματα τα οποία έγραφε απευθύνονταν σε λίγους φίλους και την οικογένειά του (στην μητέρα του με την οποία είχε ένα πολύ δυνατό δέσιμο, στον αδερφό του και στον ανηψιό του Emmanuel στον οποίο γράφει απλά, συγκινητικά γράμματα κάθε φορά που ανακαλύπτει μια καινούρια χώρα, αποκαλώντας τον petit mec). Μια παράξενη αίσθηση μοναξιάς αναδύεται μέσα απ’ αυτά. Στην μητέρα του, που ανησυχεί για το μέλλον του έγραφε: ‘Υπάρχει πολύ μεγάλη ευχαρίστηση ξέρεις, να πηγαίνεις ενάντια στο ρεύμα. Σε μια κοινωνία που το χρήμα είναι ο αρχηγός, εσύ να μην έχεις χρήματα. Σε μια κοινωνία που η αγάπη είναι πειθαρχική, εσύ να έχεις έκλυτη αγάπη. Δεν είναι πιο παράλογο ή πιο οδυνηρό απ’ το να πηγαίνεις ανάποδα’.

Ο Koltès ήταν ένας συναρπαστικός ταξιδιώτης. Χάρη στα λεπτομερή γράμματά του, τον ακολουθούμε από το πρώτο του ταξίδι στον Καναδά και την Αμερική μέχρι τις συχνές διαμονές του στη Νέα Υόρκη, την οποία ερωτεύτηκε, μέχρι και τα τελευταία χρόνια της ζωής του. Εν τω μεταξύ, πήγε στη Σοβιετική Ένωση, τη Τσεχοσλοβακία, την Αφρική, το Μεξικό, τη Βραζιλία. Πάντα προσπαθούσε ν’ αποφεύγει τους τουριστικούς προορισμούς και προτιμούσε ν’ ανακατεύεται με τους ντόπιους. Οι κρουαζιέρες ήταν ένας τρόπος να γνωρίζει καινούριους ανθρώπους. Πάντα έγραφε υπέροχα λόγια για τα μέρη που επισκεπτόταν, παρά τις οικονομικές κι άλλες δυσκολίες που αντιμετώπιζε.
‘Εζησε μια ζωή έντονη, επαναστατική, μοναχική, μα βίαιη και καταστροφική στο τέλος, μιας και ήταν ένα απ’ τα πρώτα θύματα του ιού του aids του 20ου αιώνα.
Λίγες μέρες πριν το θάνατό του, έγραψε απ’ τη Λισσαβώνα στον αδερφό του αυτό το μικρό σημείωμα:

In God we trust. Do we?

Σάββατο 3 Αυγούστου 2013

Το θαύμα του William Gibson




O William Gibson, συγγραφέας θεατρικών έργων, ποιημάτων και λογοτεχνίας είναι πασίγνωστος για το έργο του "The Miracle Worker" (μεταφρασμένο ως "Το θαύμα της Άννυ Σάλιβαν") που διαπραγματεύεται τη σχέση μεταξύ της Helen Keller, ενός κοριτσιού που σε ηλικία 19 μηνών μένει τυφλό και κωφάλαλο και της Annie Sullivan, της δασκάλας που διδάσκει στη Helen να μιλάει και να συμπεριφέρεται και της ανοίγει ένα παράθυρο στον έξω κόσμο βγάζοντάς την έξω απ’ τον σκοτεινό και μοναχικό δικό της. Το "Miracle Worker" παραμένει ως σήμερα το πιο αξιοθαύμαστο και ζωντανό του έργο.

Ο W. Gibson γεννήθηκε στο Μπρονξ της Νέας Υόρκης στις 13 Νοεμβρίου 1914, όπου και σπούδασε δημιουργική γραφή στο City College από το 1930 ως το 1932. Μετά την αποφοίτησή του, πήγε στο Κάνσας όπου και τα έβγαζε πέρα οικονομικά ως δάσκαλος του πιάνου, ενώ παράλληλα έδειχνε ενδιαφέρον για το θέατρο. Τα πρώιμα έργα του ήταν ελαφριές κωμωδίες, δύο απ’ αυτές ("A Cry of the Players", "Dinny and the Watches") τις επανεξέτασε και ξαναέπαιξε σε θέατρα στη μετέπειτα καριέρα του. Λίγο μετά τη διαμονή του στο Κάνσας γνώρισε τη ψυχαναλύτρια Margaret Brenman. Οι δυο τους παντρεύτηκαν στις 6 Σεπτεμβρίου 1940 κι έκαναν δύο γιους, τον Thomas και τον David.

Παρ’όλο που τα έργα του έχουν κατηγορηθεί ως επιπόλαια ρεαλιστικά δράματα τα οποία συναισθηματοποιούν τα σοβαρά θέματα τα οποία διαπραγματεύονται, ο Gibson επαινείται για την καθαρή αληθοφάνεια των διαλόγων του και της ισχυρής διάθεσής του για δραματική σύγκρουση. Ο Robert Brustein παρατήρησε: "O Gibson κατέχει ουσιώδη, σημαντικά λογοτεχνικά και δραματικά προσόντα, καθώς και μια τιμιότητα της πιο υψηλής τάξης. Επιπλέον, τα έργα του διακατέχονται από αυθεντική συμπόνοια, πνεύμα, εξυπνάδα, χιούμορ κι ένα ζωντανό, λογοτεχνικό πεζό λόγο ισάξιο με εκείνο λίγων Αμερικάνων δραματουργών".

Η ιστορία του "Miracle Worker" είναι βασισμένη σε αληθινά γεγονότα κι ανθρώπους. Το έργο, αν και ρεαλιστικό, συχνά κάνει χρήση κινηματογραφικών κατευθύνσεων σε χρόνο και χώρο για να διαφωτίσει την επίδραση του παρελθόντος στο παρόν. Χρησιμοποιώντας καινοτομίες στο φωτισμό και αλλαγές στα σκηνικά πάνω στη σκηνή, ο Gibson αντιπαραθέτει την παρούσα αναζήτηση της Helen για τη γλώσσα και μια γεμάτη νόημα ανθρώπινη επαφή, με τις παρελθοντικές εμπειρίες της Annie, η οποία εν μέρει θεραπεύτηκε από τύφλωση στην παιδική ηλικία μετά από εγχειρήσεις κατά τη διάρκεια της εφηβείας της.
 Όταν φτάνει στο σπίτι των Keller στην Τασκάμπια της Αλαμπάμα, ανακαλύπτει ότι η Helen (γεννημένη το 1880) είναι εξ’ ολοκλήρου κακομαθημένη και μη συνεργάσιμη από τους γονείς της που εν γνώση τους της επιτρέπουν να κάνει το σπίτι άνω-κάτω εξ’ αιτίας του οίκτου τους γι’ αυτήν και της συνεχής άρνησής τους να επιβάλλουν πειθαρχία. Έτσι η Annie παγιδεύεται σε συνεχείς δοκιμασίες από θελήματα με την ίδια τη Helen αλλά και με την οικογένειά της, έχοντας πίσω ένα δικό της παρελθόν που τη στοιχειώνει καθώς ακούει φωνές από τον νεκρό αδερφό της, ο οποίος πέθανε από φυματίωση, κάνοντάς την να νιώθει ακόμα πιο ανίκανη και ανίσχυρη να βοηθήσει οποιονδήποτε άλλον, πολύ περισσότερο τη Helen.

Οι προσπάθειες της Annie να εκπολιτίσει τη Helen και η αντίσταση της τελευταίας καταλήγουν σε μια σκληρή, συχνά φυσική μάχη η οποία διαμορφώνει την κεντρική σύγκρουση του έργου. Επαινώντας τη φρεσκάδα και τη δύναμη του έργου, ο κριτικός Bosley Crowther των New York Times περιέγραψε την καταπληκτική συγκέντρωση ενέργειας που εμφανίζεται στις σκηνές μάχης μεταξύ της Helen και της Annie: "Η φυσική ζωτικότητα και το πάθος είναι πολύ έντονα καθώς η δασκάλα μετακομίζει και αναλαμβάνει να διεισδύσει στη ψυχή της νεαρής. ‘Όταν το παιδί, που υποτίθεται ότι είναι η Helen στην πρώιμη παιδική της ηλικία, κλωτσάει και γρατζουνάει με την τρέλα ενός άγριου κτήνους, η επίθεση αυτή γίνεται μ’ έναν καταπληκτικό τρόπο.
Κι όταν η Annie τη σέρνει και τη χτυπάει ή την τραβολογάει στην καρέκλα και πιέζει το φαγητό στο στόμα της για να της μάθει τις καθημερινές συνήθειες, είναι αρκετό για να κάνει το θεατή να του κοπεί η αναπνοή και να γρυλλίσει".

Το θαύμα εμφανίζεται όταν, ύστερα από μήνες αποτυχιών κι απογοητεύσεων, η Annie μπορεί επιτέλους να πλησιάσει το παιδί.

O Coy εξηγεί: "Μόλις ακριβώς η μάχη δείχνει να έχει χαθεί, η Helen αρχίζει να δουλεύει την αντλία του νερού στην αυλή και το θαύμα -καθώς το μυαλό της αρχίζει να ονομάζει τα πράγματα, με τη βοήθεια της Annie που συλλαβίζει ένα-ένα τα γράμματα πάνω στην παλάμη του κοριτσιού- συμβαίνει καθώς νιώθει το νερό και το υγρό χώμα. Η Annie και οι άλλοι καταλαβαίνουν τι γίνεται καθώς η Helen, κυριευμένη, αγγίζει πράγματα και μαθαίνει τ’ ονόματά τους και τελικώς λέει τις δύο λέξεις που προκαλούν τη μεγαλύτερη χαρά: "Μαμά" και "Μπαμπά". Αυτή η φρενίτιδα ελαττώνεται καθώς η Helen συνειδητοποιεί ότι υπάρχει κάτι που πρέπει να το μάθει, βάζει την Annie να της το συλλαβίσει, το συλλαβίζει κι εκείνη και πηγαίνει να το συλλαβίσει για τη μητέρα της. Είναι η μοναδική λέξη που περισσότερο απ’ όλες περιγράφει το αντικείμενο του έργου: Δασκάλα".


Ο Gibson επαινήθηκε για τον ηρωικό, δοσμένο με χιούμορ και συμπάθεια, τρόπο διαχείρισης της μάχης της Annie και της Helen για ανθρώπινη γλώσσα κι αγάπη. Ο Walter Kerr υποστήριξε: "Ο Gibson έχει ανάγει δραματολογικά το ζωντανό μυαλό στην απίστευτη ενέργειά του, στην απόφασή του να εκφραστεί με τη βία όταν δεν μπορεί να τακτοποιηθεί μέσω της σκέψης. Όταν αυτό συμβαίνει, η φυσική επαφή του παιδιού και της δασκάλας- μια επαφή που είναι για πρώτη φορά γεμάτη σημασία και για πρώτη φορά στοργική- μας κατακλύζει ολοκληρωτικά".

"Τίποτα στο θέατρο εκείνη την εποχή δεν ήταν τόσο συντριπτικό όσο η τελευταία άναρθρη μα τόσο εύγλωττη σκηνή στην οποία ένα έξαλλο, μικρό κορίτσι καταλαβαίνει για πρώτη φορά το νόημα των λέξεων και συνειδητοποιεί ότι η δασκάλα είναι φίλη της", έγραψε ο κριτικός Brooks Atkinson των New York Times, και συνεχίζει : "Μια μικρή, αλλά τυφλωτική αχτίδα φωτός διαπέρασε το τρομακτικό σκοτάδι".

Η ίδια η Sullivan έμεινε στο πλάι της Helen για μισό αιώνα περίπου και η Helen μεγαλώνοντας έγινε μια διεθνώς γνωστή συγγραφέας και ανθρωπίστρια.

Ο Gibson πήρε αρκετές συνεντεύξεις και ενσωμάτωσε τα γεγονότα που εξιστορούνται λεπτομερώς στην αυτοβιογραφία της Keller. Η παραγωγή του έργου στο Broadway έγινε θερμά αποδεκτή και κέρδισε αρκετά βραβεία Tony, μεταξύ των οποίων κι αυτό Καλύτερου Έργου. Στη συνέχεια, το διασκεύασε για τη μεγάλη οθόνη με την Anne Bancroft και την Patty Duke να κερδίζουν Όσκαρ για τους ρόλους τους. Σήμερα, το έργο παίζεται κάθε χρόνο στο Ivy Green, τον τόπο γέννησης της Keller.

Σύμφωνα με τον Tom Shales: "Το έργο του W. Gibson παραμένει μια σχεδόν τέλεια απόλαυση, ένα απ’ τα πιο σίγουρα δραματικά έργα που βγήκαν απ’ τα αισιόδοξα’50s".

O Gibson αποσύρθηκε από το θέατρο της Νέας Υόρκης στη διάρκεια μεταξύ 1960 και 1970. Το τελευταίο του μεγάλο έργο για τη σκηνή της Νέας Υόρκης, το "Golden Boy" είναι μια μουσική διασκευή απ’ το βιβλίο του Clifford Odet σχετικά με τις ηθικές συνέπειες που αντιμετωπίζει ένας ταλαντούχος μαύρος μποξέρ όταν τυχαία σκοτώνει έναν άντρα στο ρινγκ. Άλλα έργα του απ’ τις δεκαετίες 1960 με 1970 είναι : "A Mass for the Dead" (1968), "A Season in Heaven" (1974), και "Shakespeare’s Game" (1978).

Ο ίδιος είχε πει: "Η τέχνη του να γράφεις τα κάνει όλα δυνατά σε μένα. Πάντα ένιωθα ότι το γράψιμο με βοηθούσε να ζήσω".

Federico Garcia Lorca, To αηδόνι της Ανδαλουσίας

 


O Federico Garcia Lorca ήταν Ισπανός ποιητής, δραματουργός, μουσικός και θεατρικός συγγραφέας- ένας ταλαντούχος καλλιτέχνης και μέλος της ‘Γενιάς του 1927’, μιας ομάδας από συγγραφείς που ήταν υπέρμαχοι του κινήματος avant-garde στη λογοτεχνία.

ΠΡΩΙΜΑ ΧΡΟΝΙΑ

Γεννήθηκε στις 5 Ιουνίου 1898 στο Fuente Vaqueros, ένα Ανδαλουσιανό χωριό κοντά στη Γρανάδα. Ο πατέρας του, Federico Garcia Rodriguez ήταν αγρότης και η μητέρα του, Vicenta Lorca Romero δασκάλα. Ως παιδί, ο Lorca ήταν πρώιμα ανεπτυγμένος, αν και δεν είχε πολύ καλές επιδόσεις στο σχολείο. Απ’ την ηλικία των 11 χρόνων ζούσε με την οικογένειά του στην πόλη της Γρανάδα, αλλά περνούσε τα καλοκαίρια στην εξοχή. Αργότερα έγραψε: ‘Αγαπώ τη γη. ‘Ολα μου τα συναισθήματα με δένουν μ’ αυτή. Οι πρώτες αναμνήσεις που έχω είναι αυτές της γης’. Στην πόλη της Γρανάδα όπου μεγάλωσε, αναφέρθηκε αρκετές φορές στην ποίηση και τη λογοτεχνία του. Το οικογενειακό του σπίτι, που λέγεται Huerta de San Vicente, είναι τώρα μουσείο.

Ο Lorca αρχικά σπούδασε Νομικά στο Πανεπιστήμιο της Γρανάδα και Φιλοσοφία και Λογοτεχνία στο Πανεπιστήμιο της Μαδρίτης. Ταυτόχρονα, ασχολιόταν και με τη μουσική. Μέχρι και το 1917 ενδιαφερόταν κυρίως για τη μουσική, παρά για τη λογοτεχνία και μόνο μετά το θάνατο του δασκάλου του πιάνου του, άρχισε να γράφει. Το 1919 μετακόμισε στη Μαδρίτη, όπου έζησε στην Κατοικία των Φοιτητών, το πνευματικό κέντρο της πόλης. Ανάμεσα στους φίλους του ήταν και οι συγγραφείς Juan Ramon Jimenez και Pablo Neruda. Την ίδια περίοδο γράφει τα πρώτα του ποιήματα που κυκλοφορούνε το 1921, με τίτλο ‘Libro de poemas’ (Βιβλίο Ποιημάτων).Το πρώτο του βιβλίο ήταν το ‘Εντυπώσεις και Τοπία’ (1918), που γράφει περιδιαβαίνοντας την Καστίλη.

FIESTA DE CANDE JONDO

Στα 1920, η συνεργασία του με τον συνθέτη Manuel de Falla, τον έκανε έναν εξαίρετο πιανίστα και κιθαρίστα. Μαζί οργάνωσαν το 1922 το πρώτο ερασιτεχνικό φεστιβάλ Ανδαλουσιανής φλαμένγκο μουσικής, το Cande Jondo, όπου έμελλε να είναι και η πιο κρίσιμη στιγμή ως προς την καριέρα του στη λογοτεχνία. Εκεί, ο Lorca εμπνεύστηκε για τη δουλειά του από τις παραδόσεις της folk και τσιγγάνικης μουσικής. Προσπάθησε να ενώσει την παράδοση με τις ρίζες της και ανακάλυψε ότι η μουσική φλαμένγκο είχε έρθει απ’ την Ινδία από αθίγγανους. Το POEMA DEL CANTE JONDO (1931) και το PRIMER ROMANCERO GITANO (1924-1927) που έγραψε, έκαναν τον Lorca τον πιο γνωστό ποιητή της Ανδαλουσίας και της τσιγγάνικης υποκουλτούρας της, καθώς και ηγετικό μέλος της ‘Γενιάς του ‘27’, που περιελάμβανε τους Luis Gernuda, Jorge Guillen, Pedro Salinas, Rafael Alberti και άλλους. Στα παραπάνω έργα του, χρησιμοποίησε παλιές μπαλάντες και στοιχεία μυθολογίας για να εκφράσει το τραγικό όραμά του για τη ζωή.

DALI KAI BUNUEL

Με τον Καταλανό ζωγράφο Salvador Dalí και τον σκηνοθέτη Louis Buñuel δούλεψε μαζί τους σε αρκετές παραγωγές. Ο Dali και o Lorca γνωρίστηκαν το 1923. Απ’ την πρώτη στιγμή, ο Lorca γοητεύτηκε απ’ την προσωπικότητα και την εμφάνιση του νεαρού ζωγράφου. Και ο ίδιος ο Dali παραδέχτηκε ότι ο Lorca τον είχε εντυπωσιάσει βαθύτατα. ‘Οταν ο Buñuel και ο Dali έκαναν τη γνωστή μικρού μήκους ταινία τους ‘’Ενας Ανδαλουσιανός Σκύλος’ (1928), ο Lorca προσβλήθηκε γιατί πίστεψε ότι η ταινία ήταν γι’ αυτόν. Η φιλία του Lorca με τον Dali ενέπνευσε ένα ποίημα, μια προάσπιση της μοντέρνας τέχνης και ταυτόχρονα μια έκφραση ομοφυλοφιλικής αγάπης.

ΑΚΜΗ ΚΑΙ ΠΑΡΑΚΜΗ

Τα επόμενα χρόνια, ο Lorca εμπλέχθηκε ενεργά με την τέχνη και την avant-garde της Ισπανίας. Εξέδωσε τρεις ποιητικές συλλογές, συμπεριλαμβανομένων των συλλογών 'Canciones (Songs)' και 'Primer romancero gitano' (1928, μεταφρασμένο ως Gypsy Ballads), το πιο γνωστό του βιβλίο ποίησης.
Παρ’όλα αυτά, κοντά στα τέλη του 1920, ο Lorca παρουσίασε κατάθλιψη, μια κατάσταση που αυξανόταν από την αγωνία του για την ομοφυλοφιλία του. Σ’ αυτό είχε βαθιά επηρεαστεί από την επιτυχία του τελευταίου του βιβλίου, το οποίο αύξησε- μέσα από τη δημοσιότητα που του έφερε- την οδυνηρή διχοτομία της ζωής του: ήταν παγιδευμένος μεταξύ της περσόνας του επιτυχημένου συγγραφέα, μιας εικόνας που εξαναγκαζόταν να διατηρήσει στο κοινό , και του βασανισμένου εαυτού του, που γνώριζε μονάχα σε προσωπικό επίπεδο.
Το 1925 γνώρισε κι ερωτεύτηκε παράφορα τον Ισπανό γλύπτη, Emilio Aladren. Όταν αυτή η έντονα παθιασμένη, αλλά μονόπλευρη σχέση απέτυχε, ο Lorca έπεσε σε κατάθλιψη και πάλι.


NEW YORK, NEW YORK

Το 1929-30 έζησε στην πόλη της Νέας Υόρκης. Ανίκανος να μιλήσει Αγγλικά, υπέφερε από ένα βαθύ πολιτιστικό σοκ. Παρ’ όλα αυτά, στα πρώτα του γράμματα στην πατρίδα, εξέφραζε τον ενθουσιασμό του για τα μοντέρνα Αμερικάνικα θεατρικά έργα. Η αυτοκτονική του διάθεση φαίνεται έντονα στο βιβλίο του POETA EN NUEVA YORK (1940), στο οποίο επιδεικνύει μια αλλαγή στο ύφος του, μια έκφραση θνησιμότητας και μια επαναστατική απέχθεια στους σουρρεαλιστικούς όρους. Το βιβλίο, επίσης, περιλαμβάνει και μια ωδή στον Walt Whitman. Ο ποιητής, μετά απ’ αυτό, περιφρόνησε την τρομακτική και πνευματικά διεφθαρμένη πόλη και δραπέτευσε στην Αβάνα για να βιώσει την αρμονία μιας πιο πρωτόγονης ζωής. Αργότερα, πέρασε τρεις μήνες στην Κούβα. Έδινε διαλέξεις και τους γοήτευσε όλους με τον ενθουσιασμό του.

Η ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ

Το 1931 επέστρεψε στην Ισπανία και με την εγκαθίδρυση της Δημοκρατίας έγινε διευθυντής ενός περιοδεύοντος θιάσου με την ονομασία La Barraca, με τον οποίο έδιναν παραστάσεις σε κλασσικά έργα των Cervantes, Calderon και Lope de Vega σε απομακρυσμένες περιοχές όπου οι άνθρωποι είχαν λίγες ευκαιρίες να δουν θέατρο. Παράλληλα με τη σκηνοθεσία, ο Lorca επίσης έπαιζε. Όσο περιόδευε με το θίασο, έγραψε τα πιο γνωστά και καλύτερά του έργα, τον Ματωμένο Γάμο, τη Γέρμα και Το Σπίτι της Bernarda Alba.

ΤΑ ΕΡΓΑ ΤΟΥ

To 1926 έγραψε το έργο 'The Shoemaker’s Prodigious Wife (Η θαυμάσια γυναίκα του τσαγκάρη)', αφού τελείωσε το Marina Pineda. Η πρώτη του παράσταση ήταν το 1930. 'Σ’ αυτό το έργο προσπάθησα να εκφράσω- μέσα στα όρια της συνηθισμένης διακωμώδησης- τη μάχη της καθημερινότητας με τη φαντασία, η οποία υπάρχει μέσα σε κάθε ανθρώπινο ον. (Με τον όρο φαντασία εννοώ οτιδήποτε είναι μη ρεαλιστικό). Η γυναίκα του τσαγκάρη παλεύει διαρκώς με ιδέες και αληθινά κίνητρα γιατί ζει στο δικό της κόσμο, στον οποίο κάθε ιδέα και κίνητρο έχουν ένα μυστηριώδες νόημα, το οποίο εκείνη αγνοεί.’

Το 1927, ο Lorca απέκτησε φήμη με το ρομαντικό ιστορικό του έργο Marina Pineda, όπου τα σκηνικά επιμελήθηκε ο Salvador Dali και η ξεχωριστή ηθοποιός Margarita Xirgu έπαιξε την ηρωίδα.
Ο Ματωμένος Γάμος, το πρώτο μέρος της διάσημης αγροτικής τριλογίας του, παρουσιάστηκε το 1933. Το ερωτικό τρίγωνο, ο συγκερασμός δράματος και ποίησης, πολύ κοντά στο να θυμίζει μια κλασσική Ελληνική τραγωδία, στην οποία ο θάνατος αιωρείται πάνω σ’ όλο το έργο, το έκαναν ένα απ’ τα πιο γνωστά του θεατρικά έργα.

Η Yerma, το δεύτερο μέρος της τριλογίας, παρουσιασμένο το 1934, σκιαγραφεί μια θανατηφόρα διαμάχη μέσα σ’ έναν ανιαρό κι άγονο γάμο. Η ηρωίδα στραγγαλίζει τον Juan, τον άντρα της, ο οποίος δεν καταλαβαίνει τη λαχτάρα της να τεκνοποιήσει.

Το σπίτι της Bernarda Alba, γραμμένο λίγο πριν το θάνατο του Lorca το 1936 κι εκδιδόμενο το 1945, προσωπογραφεί μια τυραννική μητέρα, τη Bernarda Alba, και τις κόρες της. Η νεαρότερη κόρη αυτοκτονεί πάνω απ’ τον εραστή της, τον Pepe el Romano, ο οποίος είναι αρραβωνιασμένος με την Angustias, τη μεγαλύτερη κόρη.

Τα κεντρικά θέματα του Lorca είναι η αγάπη, η περηφάνεια, το πάθος και ο βίαιος θάνατος, τα οποία σημάδεψαν και τη δική του ζωή.

ΠΟΙΗΣΗ

• Impresiones y paisajes ("Impressions and Landscapes", 1918)
• Poema del cante jondo ("Poem of Deep Song", 1921)
• Libro de poemas ("Book of Poems", 1921)
• Oda a Salvador Dalí ("Ode to Salvador Dalí", 1926)
• Canción de jinete ("Songs", 1927)
• Primer romancero gitano ("Gypsy Ballads", 1928)
• Poeta en Nueva York (1930, published posthumously in 1940, first translation into English as "A Poet in New York", 1988)
• Llanto por Ignacio Sánchez Mejías ("Lament for Ignacio Sánchez Mejías", 1935)
• Seis poemas gallegos ("Six Galician poems", 1935)
• Diván del Tamarit ("The Diván of Tamarit", 1936, published posthumously in 1941)
• Sonetos del amor oscuro ("Sonnets of Dark Love", 1936)
• Primeras canciones ("First Songs", 1936)


ΘΕΑΤΡΟ


The Butterfly's Evil Spell • The Billy-Club Puppets • Mariana Pineda • The Shoemaker's Prodigious Wife • The Love of Don Perlimplín • The Public • When Five Years Pass • The Puppet Play of Don Cristóbal • Blood Wedding • Yerma • Doña Rosita the Spinster • Play Without a Title • The House of Bernarda Alba• El maleficio de la mariposa (The Butterfly's Evil Spell: written 1919-20, first production 1920)
• Los títeres de Cachiporra (The Billy-Club Puppets: written 1922-5, first production 1937)
• Mariana Pineda (written 1923-25, first production 1927)
• La zapatera prodigiosa (The Shoemaker's Prodigious Wife: written 1926-30, first production 1930, revised 1933)
• Amor de Don Perlimplín con Belisa en su jardín (Love of Don Perlimplín and Belisa in his Garden: written 1928, first production 1933)
• El público (The Public: written 1929-30, first production 1972)
• Así que pasen cinco años (When Five Years Pass: written 1931, first production 1945)
• Retablillo de Don Cristóbal (The Puppet Play of Don Cristóbal: written 1931, first production 1935)
• Bodas de sangre (Blood Wedding: written 1932, first production 1933)
• Yerma (written 1934, first production 1934)
• Doña Rosita la soltera (Doña Rosita the Spinster': written 1935, first production 1935)
• Comedia sin título (Play Without a Title: written 1936, first production 1986)
• La casa de Bernarda Alba (The House of Bernarda Alba: written 1936, first production 1945)

ΘΕΑΤΡΙΚΑ ΜΙΚΡΟΥ ΜΗΚΟΥΣ

• El paseo de Buster Keaton ("Buster Keaton goes for a stroll", 1928)
• La doncella, el marinero y el estudiante ("The Maiden, the Sailor and the Student", 1928)
• Quimera ("Dream", 1928)


ΑΠΟΣΠΑΣΜΑΤΑ

Μάνα:
Γειτόνισσες: μ' ένα μαχαίρι,
μ' ένα μικρό-μικρό μαχαίρι,
μέρα πικρή κι αφορεσμένη,
καν δυο, καν τρεις θα 'ταν η ώρα,
δυο άντρες σκοτωθήκανε γι' αγάπη.
Μ' ένα μικρό-μικρό μαχαίρι,
π' ούτε το χέρι δεν το πιάνει,
μα κείνο μπαίνει παγωμένο
στη ξαφνιασμένη μας καρδιά,
και σταματά εκεί που τρέμει
θολή κι αξήγητη για πάντα
η σκοτεινή μας ρίζα της κραυγής.
Κι είναι, σας λέω, ένα μαχαίρι,
ένα μικρό-μικρό μαχαίρι,
ψάρι χωρίς ποτάμι, χωρίς λέπια,
π' ούτε το χέρι δεν το πιάνει.
Κι όμως μι' αφορεσμένη μέρα,
καν δυο, καν τρεις θα 'ταν η ώρα,
με τούτο το μικρό μαχαίρι
δυο παληκάρια μείναν κάτου
με πανιασμένα τους τα χείλια.
Ούτε το χέρι δεν το πιάνει
μα κείνο μπαίνει παγωμένο
στη ξαφνιασμένη μας καρδιά,
και σταματά εκεί που τρέμει
θολή κι αξήγητη για πάντα
η σκοτεινή μας ρίζα της κραυγής.
(θρήνος από τον "Ματωμένο Γάμο").


Σερενάτα
(αφιέρωμα στον Λόπε ντε Βέγκα):

Στου ποταμού τις όχθες
λούζεται η νύχτα
και στης Λολίτας
τα στηθάκια
από έρωτα πεθαίνουν τα κλαριά

Γυμνή η νύχτα τραγουδά
στου Μάρτη τα γεφύρια
λούζει η Λολίτα το κορμί της
με νάρδους κι αλμυρό νερό
κι από έρωτα πεθαίνουν τα κλαριά

Η νύχτα από γλυκάνισο κι ασήμι
φεγγοβολά στις στέγες
ασήμι από ρυάκια και καθρέφτες
γλυκάνισο απ' των μηρών της την ασπράδα
κι από έρωτα πεθαίνουν τα κλαριά.


ΤΟ ΤΕΛΟΣ

Ο Ισπανικός Εμφύλιος είχε ξεκινήσει το 1936 και οι δεξιές δυνάμεις τον έβλεπαν ως εχθρό. Ο Lorca κρύφτηκε από τους στρατιώτες, αλλά τελικά τον βρήκαν. Ένας μάρτυρας είπε ότι τον έβγαλαν έξω από ένα κρατικό κτίριο φρουροί που ανήκαν στη ‘Μαύρη Διμοιρία’. Τον σκότωσαν στη Γρανάδα στις 19 Αυγούστου 1936, χωρίς να περάσει από δίκη. Οι συνθήκες του θανάτου του παραμένουν ακόμη καλυμμένες από ένα πέπλο μυστηρίου. Θάφτηκε σ’ έναν τάφο (κάπου μεταξύ στο Viznar και στο Alfacar), αφού εξαναγκάστηκε να τον σκάψει μόνος του. Ένας απ’ τους δολοφόνους του αργότερα καυχήθηκε πως τον πυροβόλησε δύο φορές στα οπίσθια, επειδή ήταν ομοφυλόφιλος. Το πιο πιθανό είναι πως ο Lorca έγραψε κάτω από πίεση τις τελευταίες του λέξεις σ’ ένα σημείωμα για ένα μέλος της ‘Μαύρης Διμοιρίας’: ‘Πατέρα, σε παρακαλώ δώσε σ’ αυτόν τον άντρα μια δωρεά των 1000 πεσέτας για τον Στρατό’. Ο πατέρας του, κουβαλούσε το σημείωμα στο πορτοφόλι του για τα επόμενα χρόνια. Πέθανε σε εθελοντική εξορία στη Νέα Υόρκη.


Η ΣΥΝΕΧΕΙΑ

Το καθεστώς του Franco απαγόρευσε με νομικά μέσα τα έργα του Lorca, και μόνο το 1953 τα μέτρα αυτά ανακλήθηκαν, οπότε και κυκλοφόρησε μια συλλογή με 'Τα Ολοκληρωμένα Έργα' του. Εν συνεχεία, Ο Ματωμένος Γάμος, η Yerma και Το Σπίτι της Bernarda Alba παίχθηκαν επιτυχημένα στις κεντρικές σκηνές της Ισπανίας.
Μετά το θάνατο του Franco το 1975, η ζωή και ο θάνατος του Lorca μπορούσαν να συζητηθούν ανοιχτά στην Ισπανία.
Το 1986, η Αγγλική μετάφραση του Leonard Cohen για το ποίημα ‘Pequeno vals vienes’, έφτασε το νούμερο 1 στα Ισπανικά single charts, ως ‘Take This Waltz’, σε μουσική του Cohen. Ο ίδιος έχει πει για τον Lorca πως υπήρξε το είδωλό του στα νιάτα του και ονόμασε την κόρη του Lorca Cohen γι’ αυτό το λόγο.
Ο Ισπανός ποιητής, Antonio Machado, έγραψε το ποίημα ‘El crimen fue en Granada’ , ως αναφορά στο θάνατο του Lorca.

Σήμερα, ο Garcia Lorca τιμάται μ’ ένα άγαλμα που είναι τοποθετημένο στην πλατεία Santa Ana της Μαδρίτης. Ο πολιτικός φιλόσοφος David Crocker, αναφέρει ότι ‘το άγαλμα είναι ακόμη ένα έμβλημα του επίμαχου παρελθόντος: κάθε μέρα, ένας απ’ τους Αριστερούς βάζει ένα μαντήλι στο λαιμό του αγάλματος και κάποιους απ’ τους Δεξιούς έρχεται αργότερα για να το βγάλει’.