The book thief

The book thief

Σάββατο 9 Φεβρουαρίου 2013

Σάμιουελ Μπέκετ, Τρία Ποιήματα

Ζεύγος Ελευθερίας

Τα γεμάτα επιθυμία χείλη της είναι γκρι
και χωρισμένα σαν μια μεταξωτή θηλειά
απειλώντας
ένα μικρό, παράξενο τραύμα.

Αρπάζεται νωχελικά πάνω
σε ευαίσθητα κι άγρια πράγματα
περήφανη που τα έχει αποσυνθέσει
από τη θανατηφόρα σκιά της ομορφιάς της.

Αλλά θα πεθάνει και η παγίδα της ομορφιάς της
που τόσο υπομονετικά προσφέρεται
στην εξημερωμένη άγρυπνη θλίψη μου
θα σπάσει και θα κρεμαστεί
σ’ ένα θλιβερό μισοφέγγαρο.




Άτιτλα

Ο δικός μου τόπος βρίσκεται πάνω στη ρέουσα άμμο
ανάμεσα απ’ τα βότσαλα και τους αμμόλοφους
η καλοκαιρινή βροχή βρέχει τη ζωή μου
και η ταλαιπωρημένη μου ζωή
τρέπεται σε φυγή
μία στην αρχή της και μία στο τέλος της.

Η γαλήνη μου βρίσκεται εκεί-
στην υποχωρούσα ομίχλη
όταν ίσως παύσω να περπατώ
αυτά τα μακριά ασταθή κατώφλια
και ζήσω μέσα στο χώρο μιας πόρτας
που ανοίγει και κλείνει.

*


Τι θα έκανα χωρίς αυτή την απρόσωπη αδιαφορία του κόσμου
όπου το να βρίσκεσαι διαρκεί παρά μια στιγμή, όταν η κάθε στιγμή
ρίχνει μέσα στο κενό την άγνοια του να έχεις υπάρξει.
Χωρίς αυτό το κύμα όπου στο τέλος
το σώμα και η σκιά του καταπίνονται.
Τι θα έκανα χωρίς αυτή την σιωπή όπου τα μουρμουρίσματα πεθαίνουν
τα λαχανιάσματα, οι φρενίτιδες οδεύουν προς την αγάπη.
Χωρίς αυτό τον ουρανό που ίπταται
πάνω απ’ τη σαβουριασμένη σκόνη του.

Τι θα έκανα που δεν έχω ήδη κάνει χθες και προχθές
περιεργαζόμενος το σκοτεινό μου φως
και ψάχνοντας για κάποιο άλλο
περιπλανώμενος μέσα στη δίνη μακριά από καθετί ζωντανό
μέσα σ’ ένα σπασμωδικό μέρος
άφωνος μέσα σε φωνές χιλιάδες
που συνωστίζονται στην κρυψώνα μου.


*


Θα ήθελα η αγάπη μου να πεθάνει
και η βροχή να πέφτει πάνω στον τάφο της
και σε μένα καθώς θα περπατώ στους δρόμους
πενθώντας την που σκέφτηκε να με αγαπήσει.

Συνδεδεμένος

1.

Είναι τέτοια η απελπισία στο να κρύβεις τις λέξεις που θες να πεις
Που δεν είναι καλύτερο να αποτυγχάνεται η προσπάθεια
Απ’ το να μη γίνεται καθόλου;
Οι ώρες μετά τη φυγή σου πέφτουν πάνω μου βαριές
σύντομα θ’ αρχίσουν σιγά-σιγά να σέρνονται
πάνω σ’ ένα κρεβάτι απ’ τη δική σου έλλειψη
όπου οι μάχες αρπάζονται τυφλά αναζωπυρώνοντας αναμνήσεις από αγάπες παλιές,
αντικρίζοντας ματιές εκεί όπου κάποτε έβλεπα τα δικά σου μάτια,
αλλά όλα είναι προτιμότερο να συμβαίνουν σύντομα παρά ποτέ.
Η ανάγκη μου, μαύρη και σκοτεινή πιτσιλάει τα πρόσωπά τους
και σου λέω ξανά πως εννέα μέρες δεν είναι ποτέ αρκετές
γι’ αυτούς που αγαπάμε
ούτε εννέα μήνες
ούτε εννέα ζωές.


 

2.


Και σου λέω πάλι
εάν εσύ δεν με διδάξεις δεν θα μάθω
σου λέω πάλι υπάρχει πάντα κάτι το τελευταίο
ακόμα και τις τελευταίες φορές,
τις τελευταίες φορές που ικετεύεις,
τις τελευταίες φορές που αγαπάς
ξέροντας πως να μη ξέρεις να προσποιείσαι,
κάτι το τελευταίο ακόμη και την τελευταία φορά που σου λέω
εάν εσύ δεν μ’ αγαπήσεις δε θ’ αγαπηθώ ποτέ
εάν εγώ δεν σ’ αγαπήσω δε θ’ αγαπήσω ποτέ

η ανατάραξη των περασμένων λέξεων κατευθείαν στην καρδιά και πάλι.
Αγάπη αγάπη αγάπη σαν γδούπος βαρύς ενός παλιού εμβόλου
χτυπώντας τους αναλλοίωτους σωρούς των λέξεων

κι εγώ τρομοκρατημένος και πάλι
πως ίσως δεν αγαπηθώ
πως ίσως αγαπήσω αλλά όχι εσένα
πως ίσως αγαπηθώ αλλά όχι από εσένα
ξέροντας πως να μη ξέρω να προσποιούμαι

εγώ και όλοι οι άλλοι που θα σε αγαπήσουν
αν σε αγαπήσουν
εκτός κι αν δεν σ’ αγαπήσουν.






Κέλτικα ποιήματα: Ένας θησαυρός Ποίησης, Ονείρων και Οραμάτων








Μετά τον Όγκριμ

Είπε: ‘Παρ’ όλο που μου έδωσαν το καθετί
Και έζησαν, για μένα δίνοντας και τη ζωή τους
Εγώ μέσα στη θάλασσα την αφρισμένη τους έριξα
Και τους οδήγησα σε μια φθορά φρικτή’.

Είπε: ‘Εγώ ποτέ δεν τους έδωσα τίποτα
Ούτε η δύναμη, ούτε η θέληση δική μου
Τους άφησα να πεινάνε και να αιμορραγούν
Κι όμως εκείνοι εξακολουθούσαν να μ’ αγαπούν’.

Είπε: ‘Δέκα φορές πολέμησαν για χάρη μου
Δέκα φορές αγωνίζονταν με σθένος και δύναμη περισσή
Δέκα φορές τους είδα να νικιούνται
Δέκα φορές ξανασηκώθηκαν κι άρχισαν πάλι απ’ την αρχή’.

Είπε: ‘Μονάχη μου έμενα σ’ ένα σπίτι παλιό
Εγώ μια γυναίκα θλιμμένη, άχρωμη και κρύα
Ποτέ δεν τους ρώτησα αν είναι καλά
Κι όμως ακόμη μ’ αγαπούσαν κι ας ήμουν γριά’.

Είπε: ‘Ποτέ μου δεν τους αποκάλεσα γιους
Σχεδόν έπαψα τα ονόματά τους να ψιθυρίζω
Η φωνή μου πιασμένη απ’ τον άνεμο άρχισε να αντηχεί σαν ηχώ
Μα μέσα απ’ τα χείλη μου άρχισε να σβήνεται στο λεπτό’.

Είπε: ‘Δε θα μπορούσε αυτή η νίκη να είναι δική μου
Πέρα μακριά απ’ τη θάλασσα, πέρα μακριά απ’ αυτή τη γη
Πεταμένη μοιάζει σαν τα σκουπίδια στην ακτή
Εκείνοι είναι οι νικητές, σαν να κρατούν στο χέρι τους ένα σπαθί’.

Είπε: ‘Μόνο ο Θεός ξέρει πως τίποτε δεν μου χρωστούν
Παρ’ όλο που τους πέταξα σε αφρισμένη θάλασσα
Και τους οδήγησα σε μια φθορά φρικτή
Η αγάπη τους επιστρέφει ακόμη πίσω πιο δυνατή’.


[Εmily Lawless, 1845-1913]

Απ’ την ενότητα ‘Πολεμιστές και Πολέμαρχοι’ (Τραγούδια Πολέμου και Ποιήματα που εξυμνούν).



Aνομολόγητη Αγάπη

Αλίμονο σ’ εκείνον που τραύμα του είναι η αγάπη
Κι είναι η αιτία του να ζει
Ποιος μπορεί να ξεριζώσει μια καρδιά από μια άλλη
Τόσο λυπηρή η μοίρα που μ’ ακολουθεί.

Αγάπη έδωσα σε μιαν αγάπη άγνωστη
Που ποτέ η γλώσσα μου δε θα ομολογήσει
Σύντομα, όταν θα έχει επουλωθεί, μπορεί και να φανερωθεί
Σε μια αραιωμένη και ξεθωριασμένη μορφή.

Εκείνος στον οποίο την αγάπη μου έδωσα
(Που ποτέ κανείς δε θα μάθει, ούτε θ’ ακούσει)
Έχει πλέξει αιώνια δεσμά για εμένα-
Μια δέσμη από εκατοντάδες λύπες.


[Isabel Stewart - Countess of Argyll, 1455-1510]


Που βρισκόσουν;

Βρισκόσουν πάνω στο βουνό και τάχα η αγάπη μου
σε είδε;
Σε είδε η μία και μοναδική μου, βασίλισσα
και περιστέρα μου;
Εκείνη η κόρη η ανύπαντρη μ’ αυτό το βήμα της
το σταθερό
Και είπε, λιώνει κι εκείνη μες στη θλίψη
όπως κι εγώ;

Ήμουν πάνω στο βουνό και την αγάπη σου
αντίκρισα.
Είδα εκεί τη μία και μοναδική σου, βασίλισσα
και περιστέρα σου
Την κόρη εκείνη την ανύπαντρη, μ’ αυτό το βήμα της
το ελαφρύ
Και όχι δεν έλιωνε μες στη θλίψη
Όπως εσύ.


[Anon, 9th Century]


Απ’ την ενότητα ‘Οι Εραστές κάτω απ’ τα φύλλα’ (Η Ποίηση της Αγάπης).

Ιρλανδέζικα ποιήματα μέρος Γ'








Μια επίσκεψη στο σπίτι

Όταν τα παιδιά γύρισαν στο σπίτι
με λουλούδια από τον τάφο σου
ένιωσα παράξενα στην αρχή
να σε έχω πάλι πίσω
και να ξεπετάγεσαι ξαφνικά μπροστά μου
απ’ το περβάζι του παραθύρου.

Αλλά σιγά- σιγά το συνήθισα κι αυτό
κι ένιωθα τον ερχομό σου
σαν κάτι το γαλήνιο.

Σε ρωτούσα αν σου άρεσαν
οι αλλαγές στην κουζίνα
ή αν το τραπέζι ήταν καλύτερο
πίσω από την πόρτα.

Άνοιγες τα πέταλά σου
και μπορούσα να ορκιστώ
ότι χαμογελούσες
και ήμουν χαρούμενη που είχες γυρίσει
έστω και για λίγο.


Aine Ni Ghlinn


Είμαι ο Ραφτέρι

Είμαι ο Ράφτερι
Ο ποιητής της ελπίδας και της αγάπης
Έχω δυο μάτια σκοτεινά
Και ήρεμα ζω, δίχως έγνοιες.

Μέσα στη φωτεινή μου καρδιά
Το δρόμο μου ξαναβρίσκω
Φθάνοντας κουρασμένος κι αποκαμωμένος
Κοντά στο τέλος των ημερών μου.

Κοιτάξτε με τώρα
Έχω την πλάτη μου στραμμένη στον τοίχο
Και μουσική παίζω
Για κάποιες άδειες τσέπες.


Antoine O’ Reachtabhra


Πόκερ

Δεν είναι σκέτη γάτα, φίλε μου;
Καθώς πλησιάζει το τέλος της μέρας
Και η αγάπη έχει τελειώσει
Εκείνη μου θυμίζει άνεμο
Δηλητηριασμένο.

Έφυγε και με άφησε
Και τώρα να, εδώ είμαι
Μέσα σ’ ένα διαμέρισμα μισό
Χωρίς να είναι τίποτα δικό μου.


Michael Davitt


Μαρία, η πλήρη χάριτος

Μαρία, η πλήρη χάριτος,
Μητέρα του Ιησού εσύ
Φύλαξέ με και καθοδήγησέ με
Σε όλη μου τη ζωή.

Συγκράτησέ με, σε ικετεύω
Από κάθε κακή αρχή
Σώσε, σε εκλιπαρώ
Το κορμί μου και την ψυχή.

Φύλαξέ με απ’ τον βαθύ ωκεανό
Καθώς επίσης κι από τη στεγνή γη
Κράτα με, μητέρα μου,
Από την κόλαση ασφαλή.

Προστάτευσέ με, φύλακά μου
Σεραφείμ
Εσύ, ο Θεός εμπρός μου,
Ο Θεός εντός μου.


παραδοσιακή προσευχή