The book thief

The book thief

Δευτέρα 17 Ιουνίου 2013

Ιστορίες Δουβλίνου, ΙΙΙ (Βαθύ Μπλε)






Για την Jasmine και τον Ian

Ο Πίτερ καθόταν με τα χέρια στα γόνατα και το κεφάλι σκυμμένο μπροστά, στην αίθουσα αναμονής του νοσοκομείου. Ο τοκετός είχε πάρει περισσότερη ώρα απ' όση κανείς θα περίμενε κι είχε αρχίσει ν' ανησυχεί, αλλά προσπαθούσε να μην το δείχνει. Αγωνιούσε, και με κάθε λεπτό που περνούσε, αγωνιούσε και περισσότερο. «Τι της κάνουν τόση τόση ώρα εκεί μέσα;», αναλογιζόταν. Να μπορούσε έστω να μιλήσει με μια νοσοκόμα...

Το κεφάλι του γύριζε, ένιωθε ναυτία. Μπροστά του ένας άλλος άντρας πρέπει να βρισκόταν στην ίδια θέση με κείνον. Ακουμπούσε με τους αγκώνες στα γόνατά του και είχε το κεφάλι του σκυμμένο μπροστά, αρκετά χαμηλά. Δε σάλευε. Ο Πίτερ προσπαθούσε να συγκεντρωθεί στον κόσμο γύρω του, μήπως και κατάφερνε ν' αποσπάσει έτσι την προσοχή του από τις σκέψεις του. «Μα γιατί αργούν τόσο;».

Πέρασε άλλη μια ώρα και καθώς ετοιμαζόταν να πάει να βρει κάποια από τις μαίες, είδε τον γιατρό να τον πλησιάζει από το βάθος του διαδρόμου. Στο βλέμμα του διέκρινε ανησυχία και κάποια σκεπτικότητα. Περπατούσε σκυφτός. Ο Πίτερ δεν είχε καλό προαίσθημα.

- Τι συμβαίνει, γιατρέ; Γιατί σας πήρε τόση ώρα; ρώτησε γεμάτος ανησυχία ο Πίτερ.
- Κύριε Ντόνελι, πρέπει να σας μιλήσω, αποκρίθηκε ο γιατρός.
- Πάμε λίγο κάπου πιο απόμερα.

Οδήγησε τον Πίτερ στο τέλος του διαδρόμου και του ζήτησε να καθίσει.

- Όχι, προτιμώ να στέκομαι. Λοιπόν, πείτε μου. Με τρομάζετε.
- Είναι που δεν ερχόμαστε καθημερινά με τέτοιου είδους συμβάντα, κύριε Ντόνελι.
- Τι συμβάντα; Τι εννοείτε; Συνέβη κάτι στη γυναίκα μου; Πού είναι;, ρωτούσε ανυπόμονα ο Πίτερ.
- Ηρεμήστε, η γυναίκα σας είναι μια χαρά, κοιμάται. Η γέννα δεν ήταν εύκολη, απάντησε ο γιατρός.
- Το μωρό; Το μωρό δεν είναι καλά; Τι συμβαίνει; Πείτε μου!
- Το μωρό σας είναι κορίτσι και πολύ φοβόμαστε ότι πρέπει να υποβληθεί σε περαιτέρω εξετάσεις για να διαπιστώσουμε ακριβώς ποιο είναι το πρόβλημα. Οι μύες εμφανίζονται πολύ χαλαροί και οι αρθρώσεις φαίνεται να μη λειτουργούν σωστά. Το μωρό δεν κάνει τις συνήθεις κινήσεις. Κάποια ιδιομορφία επίσης εμφανίζεται στα χείλη και τη γλώσσα. Λυπάμαι, απάντησε ο γιατρός.

Ο Πίτερ έμεινε σκεπτικός για κάποια δευτερόλεπτα.

- Μπορώ να τη δω; ρώτησε ύστερα.
- Ασφαλώς, μόλις την ετοιμάσουν.
- Η γυναίκα μου την είδε;
- Ναι, αλλά ήταν τόσο εξαντλημένη, που κοιμήθηκε αμέσως μόλις την πήραμε από την αγκαλιά της. Δεν νομίζω πως κατάλαβε την ιδιομορφία της κατάστασης.
- Πρέπει να της μιλήσω. Θέλω να δω το μωρό πρώτα.
- Ακολουθήστε με.

Ο Πίτερ μπήκε στο δωμάτιο όπου την είχαν βάλει να κοιμηθεί. Φαινόταν τόσο μικροσκοπική κι εύθραυστη. Την πήρε στην αγκαλιά του κι άρχισε να κλαίει.

Στις εξετάσεις που η μικρή Σάντυ -όπως την ονόμασαν- έκανε, φάνηκε ότι έπασχε από το σπάνιο σύνδρομο Τζούπερτ, ένα σύνδρομο που μέχρι τότε οι γιατροί στην Ιρλανδία δεν γνώριζαν πολλά κι έκανε τους γονείς της να κάνουν οι ίδιοι την προσωπική τους έρευνα, μέσα από βιβλία, διαδίκτυο και πολύωρες συζητήσεις με άλλους γονείς παιδιών με ειδικές ανάγκες. Το σύνδρομο αυτό είχε να κάνει με μια διαταραχή στην παρεγκεφαλίδα, η οποία εμποδίζει τους πάσχοντες να μπορούν να στέκονται όρθιοι ή να περπατάνε χωρίς κάποιος να τους κρατάει. Τα μέλη είναι πολύ χαλαρά και είναι επιρρεπή στους τραυματισμούς. Οι αρθρώσεις των μελών δεν λειτουργούν κανονικά και οι πάσχοντες δεν μπορούν να έχουν πλήρη έλεγχο των κινήσεων τους. Αυτό κατ' επέκταση επηρεάζει το λόγο, όχι όμως και τη νοημοσύνη.

Η μικρή Σάντυ χρειαζόταν συνεχή βοήθεια για να σηκώνεται, να στέκεται, να μπουσουλάει, να τρώει. Άκουγε, καταλάβαινε κι ανταποκρινόταν στα ερεθίσματα του περιβάλλοντός της, όμως δεν μπορούσε ν' αρθρώσει λέξεις. Μόνο όταν πέρασαν τα δύο πρώτα χρόνια, οι γονείς της ήρθαν σ' επαφή με κάτι ακόμη καινούριο του συνδρόμου που υπέφερε- η Σάντυ δεν είχε επίγνωση του πόνου. Όταν μια φορά έπαιζε με κάποια από τα παιχνίδια της, έκανε μια απότομη κίνηση που της προκάλεσε εξάρθρωση του αριστερού της ώμου. Όμως δεν έκλαψε. Το κατάλαβαν βλέποντας το χέρι της που κρεμόταν απ' τη θέση του ανήμπορο. Την έτρεξαν αμέσως στο νοσοκομείο για να της το δέσουν και συνειδητοποίησαν για μια ακόμη φορά πως η ζωή τους θα ήταν ένας μόνιμος αγώνας για τη διαφύλαξη της ασφάλειας της μικρής τους κόρης.

Η Νορίν, η μητέρα της, δεν ήξερε πως ο Πίτερ τα βράδια σηκωνόταν απ' το κρεβάτι και στεκόταν πάνω από της Σάντυς να την κοιτάζει για ώρες. Άλλες φορές πάλι, στεκόταν, την κοίταζε κι έκλαιγε. Κατηγορούσε τον εαυτό του για την κατάστασή της κι είχε την εντύπωση πως κάτι στα δικά του γονίδια, είχαν προκαλέσει αυτή τη διαταραχή. Φοβόταν ότι δε θα την άκουγε ποτέ να μιλάει κανονικά. Ήξερε πως δε θα μπορούσε ν' απολαύσει τα πράγματα που τ' άλλα παιδιά της ηλικίας της, θα έκαναν

Μια μέρα που η Νορίν τον είδε κακόκεφο, τον ρώτησε τι είχε. Εκείνος της επιτέθηκε ρωτώντας την γιατί δεν είχε δεχτεί να κάνει εγκαίρως τις εξετάσεις που χρειαζόταν όταν ήταν έγκυος για να δουν αν το μωρό θα ήταν καλά ή όχι.

- Θ' άλλαζε κάτι; τον ρώτησε εκείνη.
- Ναι, θα μπορούσαμε να είχαμε σταματήσει την εγκυμοσύνη.
- Δηλαδή, δε θα ήθελες να είχε γεννηθεί; τον ρώτησε η Νορίν σαστισμένη.
- Δεν είπα αυτό. Απλώς δεν μπορώ να τη βλέπω να υποφέρει. Υποφέρω διπλά. Και ξέρω ότι μεγαλώνοντας, θα είναι πιο δύσκολα για εκείνη.
- Μα θα μας έχει κοντά της. Θα έχει την αγάπη μας και τη βοήθειά μας.
- Και τι θα συμβεί αν εμείς πάθουμε κάτι; Τι θ' απογίνει τότε; Ποιος θα τη φροντίσει τότε;

Η Νορίν σώπασε. Ποτέ μέχρι πριν δεν το είχε σκεφτεί αυτό. Αποφάσισαν να ζητήσουν από τους γονείς της Νορίν ν' αναλάβουν την κηδεμονία της Σάντυ σε περίπτωση που οτιδήποτε συνέβαινε σε κείνους.

Ο Πίτερ ήταν δίπλα στη Σάντυ κάθε στιγμή. Την παρατηρούσε να μεγαλώνει, κατέγραφε στην κάμερα την πρόοδό της και σύντομα αυτός και η Νορίν έμαθαν τη νοηματική γλώσσα για να μπορούν να συννενοούνται μαζί της. Η Σάντυ όταν ήθελε κάτι, το έδειχνε ή έκανε την ανάλογη κίνηση στη νοηματική. Είχε μάθει να λέει ναι και όχι, κάποιες συλλαβές από καιρό σε καιρό και μιλούσε μ' έναν δικό της τρόπο που κανείς δεν καταλάβαινε, όμως για κείνη ήταν αρκετό. Πράγματα που για άλλα παιδιά θεωρούνταν δεδομένα, για τη Σάντυ δεν ήταν. Έπρεπε να προσπαθεί διπλά για το οτιδήποτε, ακόμα κι αν το αποτέλεσμα δεν ήταν το αναμενόμενο.

Είχε ειδικό καρεκλάκι που την έβαζαν να περπατάει και που την βοηθούσε να κρατιέται σε ίσια στάση ο κορμός της και ειδική καρέκλα που καθόταν για να φάει, με ζώνη μπροστά για να μην πέσει. Όλες τους οι συνήθειες και ο τρόπος ζωής τους είχαν διαμορφωθεί γύρω από κείνη.

Μόλις η Σάντυ έγινε 6 χρονών, αποφάσισαν να κάνουν κι άλλο ένα παιδί. Δεν ήθελαν η Σάντυ να είναι μόνη της χωρίς αδέρφια. Σύντομα η Νορίν έμεινε έγκυος. Δεν πρόλαβαν να περάσουν 2 μήνες όμως και απέβαλλε. Της κόστισε αρκετά, όμως ο Πίτερ τη στήριζε όσο μπορούσε και της είπε πως δε θα το έβαζαν κάτω και πως θα ξαναπροσπαθούσαν. Μέσα στον επόμενο ένα χρόνο, η Νορίν ξαναήταν έγκυος. Ήταν και οι δύο αισιόδοξοι και πίστευαν πως όλα θα πήγαιναν καλά. Στις εξετάσεις που έκανε η Νορίν, φάνηκε πως αυτή τη φορά το μωρό ήταν υγιές. Ευτυχισμένοι άρχισαν να κάνουν σχέδια για το μέλλον. Μέσα στις έρευνές τους για τη Σάντυ, ανακάλυψαν μια κλινική στη Βουδαπέστη, που ειδικευόταν στα άτομα που έπασχαν από το εν λόγω σύνδρομο. Εκεί, ειδικοί θεραπευτές αναλάμβαναν τη μυοσκελετική τους στήριξη, όπου με ασκήσεις, στάσεις του σώματος και παιχνίδια, βοηθούσαν τα πάσχοντα άτομα να καλυτερεύσουν την κατάστασή τους και να αποκτήσουν μεγαλύτερη επίγνωση του σώματός τους. Εκεί αποφάσισαν να πάνε με τη Σάντυ, όπου και έμειναν ένα ολόκληρο καλοκαίρι. Για τη Σάντυ ήταν σκληρή δουλειά και απαιτούσε πολύ απ' την προσπάθειά της. Μαζί με τις ασκήσεις του σώματος, η Σάντυ γράφτηκε και στο πρόγραμμα εκμάθησης γραφής και ανάγνωσης που παρείχε η κλινική. Σύντομα, άρχισε να γράφει τις πρώτες της γραμμές και σχήματα. Σε σύντομο χρονικό διάστημα, έμαθε να γράφει και γράμματα κι είχε κάνει μεγάλη πρόοδο. Πάντα όμως, κάποιος έπρεπε να πηγαίνει με τα νερά της. Αν την πίεζαν να κάνει κάτι όταν δεν το ήθελε, δε θα το έκανε όσο κι αν επέμεναν. Έτσι, μια φορά που ο Πίτερ της εξηγούσε κάποιες από τις ασκήσεις και περίμενε απ' αυτήν να της κάνει ενώ η Σάντυ έλεγε όχι, εκείνος επέμενε και της ύψωσε τη φωνή. Η Σάντυ αντέδρασε, χτύπησε τα χέρια της στο τραπέζι και έριξε τα βιβλία κάτω.

Σε γενικές γραμμές, δεν υπήρξε ποτέ επιθετικό παιδί. Αυτό που συνέβαινε είναι πως όλο αυτό που υπήρχε μέσα της συσσωρευόταν και δεν είχε με τι τρόπο να το εκφράσει προς τα έξω. Η Σάντυ ήθελε να μιλήσει, είχε τόσα πολλά να πει, αλλά δεν ήξερε πώς. Είχαν υπάρξει και στο παρελθόν κάποιες φορές που είχε πεισμώσει, μουτρώσει και χτυπήσει τα χέρια της ή τα πόδια της και από φίλους ή συγγενείς της είχε μεταφραστεί ως επιθετικότητα. Όμως δεν ήταν αυτό, αλλά μόνο λαχτάρα για ζωή. Η Σάντυ είχε βγει νικήτρια από πολλές αρρώστιες που την είχαν καταβάλλει σωματικά, αφήνοντας όμως το πνεύμα της ανέπαφο. Ήταν χαρούμενη, γελούσε και έτρωγε πάντα με πολύ όρεξη. Είχε επίγνωση της κατάστασής της και ήξερε πως πως ήταν εγκλωβισμένη μέσα σ' ένα σώμα που δεν της άφηνε το περιθώριο να φτάσει στο απόγειο των δυνατοτήτων της. Βαθιά μέσα της όμως, υπήρχε μια φωνή που την ωθούσε να παλεύει συνεχώς προς το καλύτερο. Λες και είχε κάνει μια μυστική συμφωνία με τον εαυτό της να τον κάνει υπερήφανο.

Τα χρόνια πέρασαν, η Σάντυ μεγάλωσε, η αδερφή της το ίδιο. Πολλές φορές η Σάντυ ήθελε να μένει μόνη της και να περνάει τις ώρες της στο δωμάτιό της παρέα με τα βιβλία της. Ο Πίτερ συνέχεια αναρωτιόταν τι μπορούσε να συμβαίνει μέσα στο κεφάλι της κι αν υπήρχε ένας τρόπος να διάβαζε τις σκέψεις της. Η Σάντυ χρησιμοποιούσε πλέον ένα φορητό μηχάνημα για να μιλάει. Είχε μάθει να γράφει και όταν ήθελε να πει κάτι, το έγραφε εκεί και το έδειχνε στους γονείς ή την αδερφή της την Μόλλυ. Η Μόλλυ είχε φίλες και όταν τις έφερνε στο σπίτι, της Σάντυ της άρεσε να κάθεται μαζί τους, όμως πολλές φορές δεν της έδιναν σημασία, με αποτέλεσμα ν' απομονώνεται και να κλείνεται περισσότερο στον εαυτό της.

Τελευταία, η όρασή της δεν ήταν καλή και φορούσε γυαλιά. Κουραζόταν πλέον να διαβάζει με τις ώρες όπως έκανε και κοιμόταν περισσότερο. Ένιωθε συχνά κουρασμένη.

Ύστερα από 2 χρόνια, διαγνώστηκε η ολική της τύφλωση. Τα αποτελέσματα του συνδρόμου που την ταλαιπωρούσε σε όλη της τη ζωή, άφηναν ή ρήξη νεφρών ή τύφλωση. Τουλάχιστον, στη δεύτερη περίπτωση μπορούσε να συνεχίζει να ζει. Η Νορίν δεν το ήξερε. Ο Πίτερ το είχε διαβάσει, όμως δεν το είχε πει ποτέ στη Νορίν, γιατί δεν πίστευε πως κάτι τέτοιο θα συνέβαινε ποτέ. Η Σάντυ αντέδρασε και σε αυτό ψύχραιμα, όπως και στα περισσότερα που της συνέβαιναν. Έβαζε τους γονείς της να της διαβάζουν βιβλία, γιατί εκείνη δεν μπορούσε πλέον να κοιτάζει τις εικόνες και συνέχιζε να κάνει βόλτες στο πάρκο με τον Πίτερ, κρατώντας μπαστούνι για στήριξη κι έχοντας εκείνον δίπλα της να την κρατάει και να περπατάει σιγά μαζί της.

Ο Πίτερ έγινε ολοκληρωτικά τα μάτια της Σάντυ. Πάντα της μιλούσε πολύ, τώρα όμως της εξηγούσε και της περιέγραφε το παραμικρό που συνέβαινε γύρω τους. Δεν ήθελε, όπως είχε πει, να χάνει η Σάντυ ούτε ένα δευτερόλεπτο από την πολύτιμη ζωή της. Της αγόραζε καθημερινά ένα βιβλίο και της το διάβαζε το βράδυ πριν κοιμηθεί. Την βοήθησε να μάθει το σύστημα Μπράιγ για τους τυφλούς και της τόνωνε το ηθικό, όταν ο κόσμος και οι απαιτήσεις του γίνονταν ανυπόφορες για κείνη. Κάθε μέρα της υπενθύμιζε πως ήταν ο πιο ανεκτίμητος θησαυρός που θα μπορούσαν ποτέ να του δώσουν και της φιλούσε τα βαθυγάλαζα μάτια της, κάνοντας προσπάθεια να μην καταλάβει εκείνη πως έτρεχαν δάκρυα απ' τα δικά του.

Η Σάντυ χάρη στο μηχάνημα επικοινωνίας της με τον κόσμο που είχε πάντα κοντά της και με τη βοήθεια της θεραπεύτριάς της στην κλινική της Βουδαπέστης, κατάφερε κι έγραψε το πρώτο της βιβλίο, σε ηλικία 25 χρονών, όπου και περιέγραφε τη ζωή της μέχρι τότε. Όλες τις οι σκέψεις, οι αμφιβολίες, οι φόβοι και τα συναισθήματα καταγράφονταν στην αυτοβιογραφία της. Το βιβλίο το αφιέρωσε στον πατέρα της, ο οποίος και έμεινε κοντά της μέχρι το τέλος της ζωής του.

Η Σάντυ κάθε βράδυ πριν κοιμηθεί, ακούει την μαγνητοφωνημένει φωνή του Πίτερ που της διαβάζει παραμύθια, ιστορίες και διηγήματα από έναν κόσμο που καθημερινά τον πλάθει με τη φαντασία της και τον φτιάχνει έτσι όπως εκείνη τον ονειρεύεται. Ζει ακόμη με τη μητέρα και την αδερφή της στο Γκρέϋστοουνς της Ιρλανδίας.

Ιστορίες Δουβλίνου, ΙΙ (Ο Μαύρος Βράχος)

                                                                                                                    







Για την Eάbha και τον Daire

Ξύπνησα αλαφιασμένη. Κοίταξα το ρολόϊ. 2:15 τα ξημερώματα. Όπως και κάθε βράδυ. Κάθε νύχτα το ίδιο όνειρο. Ο Τζέιμς ξαπλωμένος μέσα στο φέρετρο, ήρεμος, γαλήνιος, όμορφος. Ξαφνικά, ανοίγει διάπλατα τα μάτια του, με κοιτάζει τρομαγμένος και με μια κίνηση με τραβάει απότομα μαζί του μέσα στο φέρετρο. Κάθε βράδυ ανοίγω τα μάτια μου στο ίδιο σημείο. Φοβάμαι να δω τη συνέχεια. Δε θέλω να πεθάνω.

Μεγαλώσαμε στα νότια προάστια του Δουβλίνου, κοντά στη θάλασσα, στο Μπλακροκ. Οι γονείς μας ήταν από τη βόρεια Ιρλανδία, από το Γουόρεν Πόιντ, ένα μέρος μία ώρα μακριά απ' το Μπελφαστ. Κάθε Σαββατοκύριακο πηγαίναμε στο Γουόρεν Πόιντ. Είχαμε ένα σπίτι εκεί με θέα τη θάλασσα, που το ονομάζαμε 'Το Πράσινο Σπίτι', λόγω του εξωτερικού του χρώματος.

Μας άρεσε εκεί. Όταν μεγαλώσαμε αρκετά, δεν πηγαίναμε πλέον κάθε Σαββατοκύριακο, παρ' όλο που οι γονείς μας συνέχιζαν να το κάνουν. Ήταν μια ευκαιρία γι' αυτούς να φεύγουν μακριά απ' το Δουβλίνο και τη φασαρία του, όπως έλεγαν. Στην πραγματικότητα, ποτέ δεν τους άρεσε το Δουβλίνο. Εμείς το λατρεύαμε. Στα πρώτα χρόνια στο κολλέγιο, όταν οι γονείς μας έλειπαν και το σπίτι μας στο Μπλακροκ ήταν στη διάθεσή μας, οργανώναμε εκείνα τα μεγαλειώδη, αξέχαστα πάρτυ που δεν τελείωναν μέχρι να ξημερώσει για τα καλά. Πολλές φορές, οργανώναμε και δύο πάρτυ στη σειρά και τις Δευτέρες το πρωί πηγαίναμε κατευθείαν στα μαθήματα, χωρίς να έχουμε κλείσει ούτε μία ώρα ύπνου. Αντέχαμε όμως. Ήμασταν νέοι. Με τα χρόνια λιγόστεψαν και τα πάρτυ και η συχνότητά τους και οι φίλοι.

Άλλες φορές πάλι, αφού είχαμε οργώσει τις μισές τις παμπ της πόλης με τα λάϊβ να διαδέχονται το ένα το άλλο, καταλήγαμε στη θάλασσα στο Μπλακροκ, εκεί δίπλα στον σταθμό του ηλεκτρικού σιδηρόδρομου, όπου δεν υπήρχε ψυχή και μόνο η νύχτα απλωνόταν γύρω μας και πέφταμε με τα ρούχα στη θάλασσα, χωρίς να μας νοιάζει το κρύο ή η βροχή.Γελούσαμε. Ένα γέλιο που έβγαινε κατευθείαν μέσα απ' την καρδιά μας και τώρα που κοιτάζω πίσω, αναρωτιέμαι αν έχω ξαναγελάσει από τότε μ' αυτόν τον τρόπο. Δεν θυμάμαι καν την τελευταία φορά που γέλασα έτσι κι αλλιώς. Πάει πολύς καιρός από τότε.

Ο Τζέιμς πάντα φοβόταν περισσότερο απ' όλους να βουτήξει στη θάλασσα. Είχε όλα τα χρόνια αυτόν τον παιδικό φόβο πως κάτι υπήρχε εκεί, βαθιά στο βυθό που δεν μπορούσε να δει, αλλά εκείνο μπορούσε και πως θα τον τραβούσε μέσα και δε θα μπορούσε να ξαναβγεί στην επιφάνεια. Οι άλλοι τον κορόίδευαν που δεν κολυμπούσε μαζί μας και καθόταν απλώς και μας κοίταζε. Εγώ προσπαθούσα να του μιλήσω, να τον βοηθήσω, γιατί ήξερα πως κατά βάθος ήθελε να είναι μέσα μαζί μας. Προσπαθούσα να κατευνάσω τους φόβους του και του έλεγα πως θα του κρατάω το χέρι και πως δε θα τον αφήσω. Μια- δυο φορές κατάφερα να τον πείσω και τότε ερχόταν. Αλλά δεν το απολάμβανε όσο εμείς. Οι φίλοι μας τον κορόϊδευαν ακόμη περισσότερο όταν έβλεπαν πως έμπαινε στη θάλασσα, μόνο όταν εγώ ήμουν εκεί και του κρατούσα το χέρι. Ποτέ δεν κατάλαβαν την σχέση που είχαμε.

Ήταν περισσότερο γονεϊκή. Απ' όταν ήμασταν μικροί, λειτουργούσα πάντα ως δεύτερη μαμά του, κάτι που έδειχνε να μην ενοχλεί κανέναν απ' τους δυο μας. Μου άρεσε να τον φροντίζω, να τον βοηθάω, να του εξηγώ. Ο Τζέιμς χρειαζόταν αρκετή καθοδήγηση και προσοχή. Όχι ότι ήταν ανυπάκουος, αλλά φορές απερίσκεπτος και ενθουσιώδης. Είχα πάντα την έγνοιά του. Όταν μικρή με ρωτούσαν τι ήθελα να γίνω όταν μεγαλώσω, απαντούσα 'μαμά' κι αυτό γιατί απολάμβανα αυτόν τον ρόλο με τον μικρό μου αδερφό, περισσότερο από κάθε τι άλλο. Οι γονείς μας μου είχαν εμπιστοσύνη, σ' εκείνον όχι τόση. Ήξεραν πως όταν θα ήταν μαζί μου, θα ήταν ασφαλής. Ίσως μόνο τότε.

Θυμάμαι τ' αστεία του. Πάντα μ' έκανε και γελούσα περισσότερο απ' όλους. Όποτε ήμουν στενοχωρημένη, ήταν πάντα δίπλα μου. Άλλαζε το θέμα, έκανε παντομίμα, μπορούσε να μιμηθεί φωνές διάσημων, αλλά και φίλων μας και μ' έκανε και ξεχνούσα τη θλίψη μου, έστω και για λίγο. Μ' έπαιρνε αγκαλιά και ήξερα ότι ευχόταν να με δει καλύτερα. Δεν ήταν ποτέ ιδιαίτερα καλός στο να δίνει συμβουλές, αλλά είχε έναν δικό του τρόπο να δείχνει ότι νοιάζεται. Και για μένα ήταν αρκετό. Τον αγαπούσα. Και το ήξερε.

Στο δημοτικό, εγώ ήμουν η πρώτη που γυρνούσα σπίτι. Εκείνος ερχόταν δύο ώρες μετά από μένα και ήξερε ότι τον περίμενα για να τον σφίξω στην αγκαλιά μου και μετά να καθίσουμε να φάμε μαζί. Το αγαπημένο φαγητό και των δυο μας ήταν μακαρόνια με σάλτσα πέστο. Με τα χρόνια, εκείνου σταμάτησε να του αρέσει τόσο, εμένα ποτέ.

Ο Τζέιμς δεν ήταν ποτέ καλός μαθητής. Ποτέ δεν μπορούσε να συγκεντρωθεί και ν' ακούσει, το μυαλό του βρισκόταν μονίμως αλλού. Συλλάμβανε μόνο τις πληροφορίες που τον ενδιέφεραν και αφιέρωνε τον ελάχιστο χρόνο στο να διαβάσει και να κάνει τις εργασίες του. Είχε ομηρικούς καβγάδες με τον πατέρα μας σ' αυτό το θέμα, τόσο που πολλές φορές αναγκαζόμουν να φεύγω απ' το σπίτι και να πηγαίνω να μελετάω στην βιβλιοθήκη του κολλεγίου που είχε ησυχία. Η μητέρα μας δεν μπορούσε να τον τσακωθεί. Ήταν πάντα υπομονετική και γλυκιά μαζί του, ακόμα κι όταν εκείνος της φώναζε ή δεν την έπαιρνε τηλέφωνο να την ενημερώσει πως θα κοιμηθεί σε φίλους του κάποια βράδια. Την στενοχωρούσε, όμως πάντα τον συγχωρούσε. Ήξερα πως ανησυχούσε πολύ για εκείνον.

Δεν ήθελε να σπουδάσει. Δεν ήθελε να κλείνεται στο σπίτι και να διαβάζει, όπως έλεγε, προτιμούσε να βρίσκεται έξω, να αισθάνεται το σφυγμό της πόλης ή κοντά στη φύση, σε κάμπινγκ, σε βουνά, σε πεζοπορίες. Για τους γονείς μας ήταν αδιανόητο να μην σπουδάσει. Έτσι, ύστερα από πολλή πίεση και για να τους κάνει το χατίρι, έκανε αίτηση και τον δέχτηκαν στο Dublin City University στην Πληροφορική.

Τα παράτησε ύστερα από δύο χρόνια. Ένα πρωί, έφτιαξε τη βαλίτσα του κι έφυγε. Ήθελε να γυρίσει τον κόσμο για ένα χρόνο. Ήταν πολύ αποφασισμένος. Φοβήθηκα πως δε θα τον ξανάβλεπα ποτέ. Οι γονείς μας πίστευαν πως θα γυρνούσε πίσω σε λιγότερο από δύο μήνες.Μ' έπαιρνε κάθε μέρα τηλέφωνο για να μου λέει πού βρίσκεται και τι κάνει ή μου έστελνε καρτ-ποστάλ απ' τα μέρη που επισκεπτόταν. Με δυσκολία τα έβγαζε πέρα οικονομικά, όμως ποτέ δεν ζήτησε χρήματα. Έβρισκε δουλειές του ποδαριού για να μπορεί να καλύπτει έστω το φαγητό του και τη διαμονή του. Φοβόμουν πολύ γι' αυτόν. Του έλεγα να γυρίσει πίσω, όμως εκείνος επέμενε πως δεν ήταν ακόμα η ώρα. Έπρεπε να καθησυχάζω τους γονείς μας καθημερινά πως ήταν καλά και πως ήξερε τι έκανε. Ποτέ δεν τον κατάλαβαν. Τον κατηγορούσαν πάντα πως δεν ήξερε τι έκανε και ίσως ήθελε τώρα για πρώτη φορά να δείξει στον εαυτό του και σ' εκείνους πως μπορούσε ν' αναλάβει την ευθύνη των πράξεων του.

Τελικά, γύρισε πίσω ύστερα από οκτώ μήνες, έχοντας μαζί του την Νατάλια, μια κοπέλα από την Ισπανία. Την είχε γνωρίσει τους τελευταίους τρεις μήνες κι αποφάσισε να την πάρει μαζί του πίσω στην Ιρλανδία. Εκείνη τον ακολούθησε, μιας και πίστευε πως θα είχε μεγαλύτερη τύχη στο να βρει μια δουλειά εκεί. Μου είπε πως ήταν ερωτευμένος μαζί της και πως ήθελε να μείνει κοντά της για πάντα. Εγώ άρχισα να γελάω, νόμιζα πως αστειευόταν. Εκείνος όμως, μιλούσε σοβαρά. Οι γονείς μας δεν την ενέκριναν. Εκείνος όμως, επέμενε πως μόνο αυτή ήθελε.

Βρήκαν ένα σπίτι κι έμειναν μαζί. Ύστερα από δύο μήνες, κατάφεραν να βρουν και οι δύο δουλειά. Εκείνη σε μια μεταφραστική υπηρεσία κι εκείνος σε μια εταιρεία παραγωγής καφέ. Έμοιαζαν καλαά κι ευτυχισμένοι. Τους επισκεπτόμουν σχεδόν κάθε μέρα. Χαιρόμουν πολύ για τον Τζέιμς. Πιστεύω πως εκείνη η περίοδος υπήρξε η πιο δημιουργική και η πιο ευτυχισμένη της ζωής του.

Τα πάντα αναποδογύρισαν όταν εκείνη τον άφησε ύστερα από δύο χρόνια, γιατί αποφάσισε να γυρίσει πίσω στην πατρίδα της. Το κρύο και η βροχή της Ιρλανδίας, την κούρασαν, είπε. Παράλληλα, οι ώρες δουλειάς του στην εταιρεία μειώθηκαν, με αποτέλεσμα να μειωθεί και ο μισθός του. Ήταν καταβεβλημένος. Με κρύα καρδιά ξαναγύρισε στο πατρικό μας, γιατί δεν μπορούσε να τα βγάζει πέρα οικονομικά μόνος του. Και τότε, είδα πόσο πολύ είχε αλλάξει. Για πρώτη φορά, στα 23 χρόνια που τον γνώριζα, τον είδα τόσο θλιμμένο. Τώρα, ήταν η σειρά μου να τον κάνω να γελάσει και να ξεχάσει τη θλίψη του. Του μιλούσα και του έδινα κουράγιο. Του έλεγα πως εγώ θα είμαι πάντα δίπλα του και δε θα είναι ποτέ μόνος του όσο έχει εμένα. Κάποιες στιγμές ξεχνιόταν κι έβλεπα τον παλιό Τζέιμς να κάνει αστεία και να γελάει δυνατά. Τις πιο πολλές φορές, όμως κλεινόταν στο δωμάτιό του με τις ώρες και ξεχνούσε να βγει. Έβλεπε παλιές ταινίες μόνος του και νομίζω πως έκλαιγε. Κάθε βράδυ πριν κοιμηθεί, του χτυπούσα την πόρτα για να δω αν είναι καλά και πήγαινα κοντά του να τον αγκαλιάσω. Τον έσφιγγα, τον φιλούσα και του έλεγα πως όλα θα πάνε καλά. Με κοιτούσε στα μάτια και ήξερα πως ήθελε να με πιστέψει. Κάποιες φορές, τον έπιανα να κοιτάζει φωτογραφίες με την Νατάλια και μου έλεγε πως το σώμα του πονούσε χωρίς εκείνη δίπλα του. Τον καταλάβαινα, αλλά δεν μπορούσα να κάνω τίποτε άλλο, από το να είμαι δίπλα του.

Τα χρόνια πέρασαν και τώρα πια ο Τζέιμς κι εγώ μέναμε μαζί σ' ένα πολύ όμορφο σπίτι, επίσης κοντά στην θάλασσα, στην περιοχή Σάντυμουντ. Ήταν μια από τις πιο ήσυχες, καθαρές και όμορφες περιοχές του Δουβλίνου, πολύ κοντά στο Μπλακροκ. Τώρα δούλευε μαζί μου στην Φαρμακευτική Εταιρεία που ήμουν κι εγώ, είχε κάνει πολλούς καινούριους φίλους, αλλά εξακολουθούσε να είναι μόνος του, χωρίς κάποια κοπέλα δίπλα του. Προτιμούσε να είναι έτσι. Δεν ήθελε να ξαναπληγωθεί, όπως μου έλεγε συνέχεια.

Εκείνη την ημέρα, 1η Αυγούστου του 2010, φάγαμε πρωινό μαζί και συζητούσαμε για το τι θα κάνουμε το Σαββατοκύριακο. Ήταν μια ηλιόλουστη μέρα και ο Τζέιμς είχε αποφασίσει να γυρίσει όλα τα πάρκα κα τους κήπους της πόλης.
'Θα γυρίσω αργά το βράδυ', μου φώναξε καθώς έβγαινε απ' το σπίτι.

Για κάποιο απροσδιόριστο λόγο, έτρεξα να τον αγκαλιάσω. Ένιωσα κάτι σαν ανεπαίσθητο σφίξιμο στο στομάχι μου, αλλά δεν έδωσα σημασία. 'Να προσέχεις', του είπα μόνο και τον φίλησα στο μέτωπο. 'Ναι, μαμά', μου απάντησε κι έφυγε χαμογελώντας. Βάλθηκα να σιγυρίζω όλο το σπίτι, γιατί την επόμενη μέρα θα καλούσαμε τους φίλους μας για φαγητό και ταινία.
Δεν βγήκα από το σπίτι όλη την ημέρα. Δεν πέρασα την ημέρα μου μαζί του, όπως συνήθιζα. Αρκετές φορές κατά τη διάρκεια της ημέρας, ένιωθα μια ανεξήγητη ανησυχία, που δεν ήξερα από πού προερχόταν. Τότε σκέφτηκα τον Τζέιμς. Ανησηχούσα για το αν θα ήταν καλά. Σκέφτηκα να τον πάρω τηλέφωνο να τον ρωτήσω, αλλά είχε μεγαλώσει αρκετά για να συνεχίζω να του φέρομαι ως παιδί. Αποφάσισα να φάω κάτι και να πέσω για ύπνο, η ώρα ήταν περασμένες δώδεκα.

Στις 3:30 τα ξημερώματα χτύπησε το τηλέφωνο. Ήταν η Αστυνομία, που μ' ενημέρωσε πως είχε συμβεί ένα ατύχημα στον Τζέιμς Κόλλινς και πως έπρεπε να πάω στο νοσοκομείο Τζέιμς στο Ριάλτο, γιατί τον είχαν εκεί. Χωρίς να έχω συνειδητοποιήσει τι ακριβώς είχε συμβεί, πετάχτηκα έξω απ' το σπίτι και μπήκα σ' ένα ταξί. Σε όλη τη διαδρομή, σκεφτόμουν πως το νοσοκομείο έχει το ίδιο όνομα με τον αδερφό μου. Όταν έφτασα, οι τρεις φίλοι του που ήταν μαζί του εκείνο το βράδυ, ήταν εκεί και με περίμεναν. Ήταν σωριασμένοι στις καρέκλες και στο πάτωμα κι έκλαιγαν. Μόλις με είδαν, πετάχτηκαν και οι τρεις πάνω. Τους ρώτησα τι έγινε. Μου είπαν πως ο Τζέιμς είχε πιει πολύ και πως είχε τη φαεινή ιδέα να πάνε στη θάλασσα κοντά στο σπίτι μας στο Μπλακροκ και να κολυμπήσουν. Τους είχε πει πως ήθελε να νικήσει τους παρελθοντικούς του φόβους. Πως δεν ήθελα να φοβάται άλλο τη θάλασσα.

Οι άλλοι συμφώνησαν και μόλις έφτασαν εκεί, ο Τζέιμς όρμησε σαν τρελός έξω απ' το αυτοκίνητο γελώντας. Προχώρησε αρκετά παρά πέρα απ' το σημείο που συνηθίζαμε εμείς να βουτάμε, ανέβηκε στα μικρά βράχια που υπήρχαν εκεί, στάθηκε λίγο βγάζοντας έναν λόγο που κανείς δεν άκουσε, γιατί βρισκόταν μακριά τους και οι υπόλοιποι δεν τον είχαν φτάσει ακόμα κι έκανε βουτιά πέφτοντας με ορμή στα νερά που άλλοτε τον τρόμαζαν. Το μόνο πράγμα που δεν ήξερε είναι πως σ' εκείνο το σημείο που πήγε, ακριβώς κάτω από κείνα τα μικρά βράχια, υπήρχε ένας πολύ μεγαλύτερος βράχος, τόσο σκούρος, που τη νύχτα δεν μπορούσες να τον διακρίνεις. Λες και η νύχτα του είχε δανείσει το χρώμα της.

Ο Τζέιμς έπεσε πάνω ακριβώς σ' εκείνον τον βράχο. Η θάλασσα που κάποτε του προκαλούσε φόβο, τώρα τον καλούσε στο βυθό της. Τότε έμαθα γιατί η περιοχή ονομαζόταν Μπλακροκ (Blackrock). Πήρε τ' όνομά της εξ' αιτίας εκείνου του μεγάλου, μαύρου βράχου που υπήρχε μέσα στα αχανή νερά και που τη νύχτα εξαφανιζόταν, γινόταν ένα με κείνη. Την ημέρα μπορούσες να τον διακρίνεις, τη νύχτα όμως όχι. Εμείς δεν γνωρίζαμε καν την ύπαρξή του, μιας και ποτέ δεν πήγαμε πιο πέρα απ' το σημείο που κολυμπούσαμε εκείνες τις λίγες φορές τα καλοκαίρια.

Ανίκανη να πιστέψω όσα μου έλεγαν ούρλιαξα να τον δω. Τον είχαν πάνω σ' ένα κρεβάτι στο διάδρομο κοντά στον τοίχο καλυμμένο μ' ένα σεντόνι. Πέθανε από εσωτερικό αιμάτωμα, λίγη ώρα μετά που τον έφεραν στο νοσοκομείο. Όταν είδα το παγωμένο, ματωμένο πρόσωπό του με τα μάτια του τραυματισμένα και κλειστά και το στραγγισμένο χρώμα απ' τα άλλοτε κόκκινα μάγουλά του, λιποθύμησα. Οι φίλοι του με κουβάλησαν μέχρι το πατρικό μας, όπου για μήνες το μόνο που ακουγόταν εκεί μέσα ήταν κλάματα, ουρλιαχτά, κατάρες και λυγμοί. Ξαφνικά, το σπίτι μας έγινε εκείνος ο μαύρος βράχος που μας σκέπασε και τα μαύρα νερά της θάλασσας ήρθαν και μας κάλυψαν για πάντα.

Για μέρες δεν έτρωγα και δεν κοιμόμουν. Δεν πήγαινα στη δουλειά, δεν μιλούσα σε κανέναν, ούτε έκλαιγα. Δεν μπορούσα. Η μητέρα μου ξυπνούσε μέσα στη νύχτα και ούρλιαζε, ένα ουρλιαχτό τόσο δυνατό και διαπεραστικό που μας έπαιρνε ώρες να καταφέρουμε να την ηρεμήσουμε εγώ κι ο πατέρας μου. Εκείνος έχασε 15 κιλά μέσα σε μια βδομάδα και κάθε μέρα που τον έβλεπα, μου φαινόταν όλο και πιο γέρος. Σπάνια πια μιλούσαν ο ένας στον άλλον. Είχαμε αφήσει το δωμάτιό του ανέγγιχτο, όπως ήταν τότε που έμενε εκεί και κανείς δεν έμπαινε εκεί μέσα, εκτός από μένα. Ξάπλωνα πάνω στο κρεβάτι του και κοιτούσα για ώρες το κενό μπροστά μου, χωρίς να μπορώ να νιώσω το παραμικρό. Άλλοτε, κοιτούσα τις φωτογραφίες του ή ξεδίπλωνα τα ρούχα του για να τα μυρίσω και μετά τα δίπλωνα πάλι και τα έβαζα στην θέση τους.

Το σπίτι μας στο Σάντυμουντ το είχα ξενοικιάσει και είχα μεταφέρει όλα μας τα πράγματα στο πατρικό. Μια μέρα που προσπαθούσα να τακτοποιήσω τα πράγματά του στο δωμάτιό του, ένιωσα κάτι σαν σουβλιά να μου τρυπάει το κορμί. Ξάπλωσα στο πάτωμα, ανίκανη να κουνηθώ. Άρχισε τότε ένας πόνος να με τρυπάει και να διαπερνάει κάθε ίνα του σώματός μου, τόσο που διπλώθηκα στα δύο κι άρχισα να κλαίω. Έκλαψα τόσο πολύ που νόμιζα πως θα πέθαινα. Με πήρε ο ύπνος απ' την εξάντληση και ξύπνησα την επόμενη μέρα το πρωί. Από τότε κλαίω κάθε μέρα μέχρι που με παίρνει ο ύπνος. Ξυπνάω όμως πάντα την ίδια ώρα τα ξημερώματα μετά από ένα τρομακτικό όνειρο που επαναλαμβάνεται συνέχεια. Αυτό δεν μπορώ να το νικήσω.

Μετά από λίγο καιρό, αποφάσισα να φύγω για πάντα απ' το Μπλακροκ. Εκείνο το μέρος που τόσο είχα λατρέψει και που τόσες αναμνήσεις με συνέδεαν μ' αυτό, τώρα είχε γίνει ο εφιάλτης μου. Μετακόμισα στην πόλη Γουέξφορντ, κοντά στο Άμπερ Σπρινγκς, το μέρος εκείνο όπου εγώ, ο Τζέιμς και οι γονείς μας, είχαμε περάσει τις ομορφότερες διακοπές της ζωής μας, όταν εγώ ήμουν 10 χρονών και ο Τζέιμς 7. Το μέρος με ηρεμεί. Κατάφερα κι άνοιξα το δικό μου φαρμακείο και ζω μόνη μου. Στην θάλασσα δεν πατάω ποτέ.

Το χαμόγελό του με στοιχειώνει ακόμα. Τον βλέπω παντού. Κάθε βράδυ ξυπνάω την ώρα του θανάτου του- 2:15 τα ξημερώματα- και κλαίω για ώρες. Οι εφιάλτες συνεχίζονται. Ακόμη κατηγορώ τον εαυτό μου που δεν ήμουν μαζί του εκείνο το βράδυ και που δεν τήρησα την υπόσχεση που είχα δώσει στον εαυτό μου να τον κρατάω πάντα ασφαλή. Κατηγορώ κι εκείνον που αποφάσισε να πάει στη θάλασσα, χωρίς εμένα να του κρατάω το χέρι όπως πάντα. Τον αγάπησα περισσότερο από κάθε άλλον άνθρωπο κι ένα μεγάλο κομμάτι του εαυτού μου πέθανε μαζί του. Το υπόλοιπο που έμεινε ζωντανό είναι αυτό που τον θυμάται και τον σκέφτεται και που εύχεται να καταφέρω κάποτε να συγχωρέσω τον εαυτό μου κι εκείνον.

Μέσα στην καρδιά μου πάντως, θα είναι πάντα ασφαλής.



Ιστορίες Δουβλίνου, Ι (Ο Άνθρωπος που Περπατάει Ξυστά στον Τοίχο)

Άνθρωποι. Μικροί, ασήμαντοι, ατελείς. Κοινοί, συνηθισμένοι. Μα ξεχωριστοί κι ιδιαίτεροι.

Κάθε άνθρωπος κι ένας ολόκληρος κόσμος. Μια ολόκληρη ιστορία. Και ο καθένας απ' αυτούς έχει κι από μια ιστορία να διηγηθεί. Μια ιστορία για το παρελθόν του, το μέλλον του, το παρόν του. Ιστορίες βγαλμένες απ' τα βιώματα, τις εμπειρίες, τη φαντασία, την πραγματικότητα που μας περιβάλλει.

Χάρη σε αυτούς τους ανθρώπους της μικρής κοινωνίας του Δουβλίνου, εμπνέομαι να γράψω τις δικές μας ιστορίες. Για τη ζωή και τις μέρες που περνάμε μαζί. Για τον τρόπο που μαθαίνουμε να αλληλοεπιδρούμε, ν' ακούμε και να βοηθάμε ο ένας τον άλλον. Οι συνομιλίες, τα αγγίγματα, τα κοιτάγματα, τα γέλια, ο χορός, το σκούπισμα των δακρύων, όλα σημεία αναφοράς που συνθέτουν μια μελωδία που άλλοτε ανυψώνει την ύπαρξή μας στο φως, άλλοτε την κατεβάζει για να την κάνει να μάθει να βλέπει και μέσα απ' το σκοτάδι. Εμείς είμαστε εδώ. Συνεπιβάτες, συνταξιδιώτες μιας διαδρομής που το τέλος της δεν το γνωρίζουμε. Αλλά μπορούμε να το φανταστούμε, να το ονειρευτούμε και ως αποτέλεσμα να το βιώσουμε.

Και οι άνθρωποι αυτοί είναι...

Ο Martin που ξέρει ν' απολαμβάνει τη ζωή και να κάνει τους άλλους να γελάνε, ο Mark K. που διαθέτει μια γνήσια γοητεία και ως άνδρας και ως άνθρωπος, ο Michael που προσπαθεί σκληρά να γίνει ένας καλός τανγκέρο κι ένας καλύτερος κινηματογραφιστής, ο Keith με τα διεισδυτικά μπλε μάτια του και που με το έμφυτο πάθος του για τη μουσική καταφέρνει να μας κάνει να ταξιδέψουμε, η Kamila με τον άκρατο συναισθηματισμό της και την απεριόριστη αγάπη της για το τάνγκο, ο Anthony που στέκει αγέρωχα και μας παρατηρεί, η Deborah που βιάζεται να ζήσει όση ζωή της στερήθηκε, ο Piero που ερωτεύτηκε, ο Massimo που θα ήθελε να ερωτευτεί, ο Amos που αν και απουσιάζει, μόλις εμφανίζεται είναι σαν να ήταν πάντα εδώ, ο John R. που προσπαθεί να κάνει το καλύτερο που μπορεί, ο Philip με την αυθεντική ευγένεια και τρυφερότητα που τον διακρίνουν, ο Johan που όταν χορεύεις μαζί του είναι σαν να ζεις μέσα σε όνειρο, ο Mark A. που δεν βλέπει την ώρα να φύγει απ' τη χώρα, ο Damiano που ξέρει να κάνει τα πάντα με στυλ, ο Hernan που διαθέτει όσο χιούμορ χρειάζεται, η Jenny και η Caroline που αν και απογοητεύονται συνεχίζουν, ο Alan που ζει για να οργανώνει συγκεντρώσεις ατόμων, η Cristina που ακολουθεί τις συμβουλές μου, η Tunde που παραμένει πιστή σε αυτά που πιστεύει, η Noreen με τα γλυκά μπλε της μάτια, η Monina που δεν θα μάθει ποτέ να μιλάει σωστά Αγγλικά, ο Federico που διαθέτει Αργεντίνικο ταμπεραμέντο, η Mimma που ξαναγύρισε στο Βέλγιο και που μου λείπει, ο Danny ο καλύτερος τάνγκο χορευτής σε ολόκληρο το Δουβλίνο, ο Julian που είναι αφοσιωμένος σε αυτό που αγαπάει, η Kristina που μισούμε ν' αγαπάμε, ο George που τρέχει σαν παλαβός, ο Mauro που θεωρεί το τάνγκο φάρμακο για την ψυχή (γιατί είναι), η Jaro που την έχασα, ο Κωνσταντίνος που με κερνάει συνέχεια καφέ, ο Θοδωρής που αναρωτιέμαι τι να κάνει, η Ζαφειρία που την περιμένω να γυρίσει, η Eabha και ο Daire, τα δύο μικρά μου που με ανέχονται και τα ανέχομαι καθημερινά.

Και άλλοι, που αν τους ανέφερα όλους, αυτό το γράψιμο δε θα είχε τελειωμό. Σε όλους αυτούς, είναι αφιερωμένες οι μικρές ιστορίες της πόλης που μας αγκαλιάζει, μας δέχεται, μας κρατάει και μας εμπνέει καθημερινά. Ακόμα κι αν μας κάνει μούσκεμα και καθόλου δεν μας θυμίζει καλοκαίρι, εμείς συνεχίζουμε να την αγαπάμε όπως ακριβώς είναι. Γι' αυτό που είναι.

Ο χρόνος μου στην Ιρλανδία είναι η ζωή μου σε σμίκρυνση. Ό,τι μέχρι τώρα έχω ζήσει κι άλλα που δεν ήξερα, τα ζω τώρα γρήγορα, έντονα, βαθιά. Είναι ο χρόνος που σπατάλησα στην Αθήνα και που εδώ τον ξαναβρίσκω. Είναι ένα μάθημα ζωής. Πολύ μεγαλύτερο απ' όσο νόμιζα.

Είναι η γνώση που αποκτώ, ο απολογισμός που κάνω, το παρελθόν με το οποίο έρχομαι αντιμέτωπη, τα ψήγματα αλήθειας που βρίσκω, η συνενοχή που βλέπω στα βλέμματα των ανθρώπων που με κοιτάζουν, η αγάπη που δείχνω και που παίρνω, η βροχή που με δέρνει και που με καθαρίζει (όπως στον 'Ταξιτζή' του Σκορσέζε), η πίστη που δεν την αφήνω να με αφήσει, η ευτυχία που στοχεύω, τα δάκρυα που εξανεμίζονται, το ουράνιο τόξο που βγαίνει μετά τη βροχή, η ωριμότητα που όλο και πλησιάζω, οι απαντήσεις που βρίσκω.

Τελικά, ναι το ζήτημα είναι να μην αδημονείς ποτέ. Τα πάντα έρχονται στην ώρα τους.

Καλό ταξίδι...



 

                                                                                                                                                       






Για τον Keith

Τον είδα πρώτη φορά στο πάρκο Σεντ Στίβενς. Η βροχή μόλις είχε σταματήσει κι αποφάσισα να κάνω έναν περίπατο εκεί ανάμεσα στα βρεγμένα λουλούδια. Ήταν όρθιος κι ακουμπούσε με την πλάτη στον κορμό ενός δέντρου. Παρατήρησα ότι στεκόταν πολύ ώρα ακίνητος στο ίδιο σημείο χωρίς να κουνιέται. Τα ρούχα που φορούσε και η στάση του μου τράβηξαν την προσοχή. Αποφάσισα να τον πλησιάσω. Στάθηκα δίπλα του και κοιτούσα την λίμνη μπροστά μας. Δεν πρέπει να με είχε προσέξει. Γύρισα και τον κοίταξα. Κοιτούσε ίσια μπροστά, μα φαινόταν αφηρημένος, χαμένος στις σκέψεις του.

-Ευτυχώς που σταμάτησε να βρέχει, είπα και περίμενα την αντίδρασή του.

Σαν να ξυπνούσε από λήθαργο, γύρισε και με κοίταξε και με το ίδιο αφηρημένο βλέμμα είπε:

-Ναι, ευτυχώς. Καμιά φορά, όταν αρχίζει να βρέχει, ξεχνάει να σταματήσει.
-Το ξέρω, είπα και χαμογέλασα.

Γύρισε πάλι μπροστά κοιτώντας το ίδιο σημείο χωρίς να πει τίποτα. Τα μάτια του είχαν το χρώμα ενός παγωμένου μπλε, μα την ίδια στιγμή ήταν υγρά κι απέπνεαν μια αίσθηση ζεστασιάς. Πάντα μου άρεσαν οι άνθρωποι με υγρά μάτια. Είχαν κάτι το ιδιαίτερο κι απροσπέλαστο, που αδημονούσα ν' ανακαλύψω.

-Πώς σε λένε;, τον ρώτησα.
-Μάικλ, απάντησε, χωρίς να γυρίσει να με κοιτάξει. Του έτεινα το χέρι και συστήθηκα.
Γύρισε, μου έσφιξε το χέρι και με κοίταξε για κάποια δευτερόλεπτα τόσο βαθιά μες στα μάτια, που αναγκάστηκα να κατεβάσω το βλέμμα. Εκείνη τη στιγμή, άρχισε πάλι να βρέχει απότομα και δυνατά και μέσα στην προσπάθειά μας να καλυφθούμε με τα παλτό και τις ομπρέλες μας, του πρότεινα να πάμε στο κοντινότερο καφέ μέχρι να σταματήσει η βροχή.

Έτσι τρέχοντας, βρεθήκαμε στο καφέ Μπιούλις στην οδό Γκράφτον ν' αναζητούμε τραπέζι να καθίσουμε, μιας και ήταν τα περισσότερα γεμάτα. Βρήκαμε ένα στον πάνω όροφο κοντά στο παράθυρο.

-Είναι ωραία εδώ, μου είπε.
-Έρχεσαι συχνά; τον ρώτησα.
-Ναι. Είναι απ' τα αγαπημένα μου καφέ.

Ήταν το πρώτο πράγμα που έμαθα γι' αυτόν. Στις δύο ώρες που πέρασαν, μου μίλησε για το μέρος απ' όπου κατάγεται, ένα μέρος που λεγόταν Σκέρις, έξω απ' το Δουβλίνο κοντά στην νοτιοανατολική ακτή, όπου του άρεσε πάντα να κάθεται να παρατηρεί τα καράβια στο λιμάνι, την αγάπη του για τα τραίνα και το πάθος του για την μουσική.

-Ήθελα πάντα να γίνω μουσικός. Προσπαθώ μόνος μου να μάθω κιθάρα εδώ και χρόνια. Κάποιες φορές, τα καταφέρνω. Κάποιες άλλες, απογοητεύομαι τόσο πολύ, που θέλω να τα παρατήσω. Αλλά δεν μπορώ. Κάτι με κρατάει εκεί.

Όταν μου μιλούσε για τη μουσική, τα μάτια του έλαμπαν. Μια λάμψη που επισκιαζόταν όμως, όταν τον ρωτούσα για το παρελθόν του ή την οικογένειά του. Γι' αυτά δεν μιλούσε. Μόνο κατέβαζε το κεφάλι και βυθιζόταν σε μια σιωπή που έδειχνε ότι απολαμβάνει να βρίσκεται. Δεν τον πίεζα να μου πει περισσότερα. Του άφηνα χώρο και χρόνο να εκφραστεί. Για εμένα του μίλησα λίγο περισσότερο. Φάνηκε να διασκεδάζει με τις πρωτοφανείς ιδέες μου περί σεναρίων ταινιών και η μόνη φορά που γέλασε ήταν όταν του είπα πως ακόμα κι αν δεν καταφέρω να σκηνοθετήσω ποτέ καμιά ταινία, θα ξέρω πως έχω σκηνοθετήσει μέχρι τώρα όλη μου τη ζωή. Δεν κατάλαβα τι αστείο βρήκε σε αυτό.

Ήξερα πως δεν είχε πολλούς φίλους κι έτσι τις επόμενες μέρες τον σύστησα σε όλους σχεδόν τους δικούς μου φίλους, οι οποίοι τον συμπάθησαν αρκετά. Κάποιοι σχολίασαν αρνητικά το ότι ήταν πολλές φορές χαμένος στον δικό του κόσμο, αλλά εμένα δεν μ' ένοιαζε, γιατί ήταν εύθραυστος κι ευαίσθητος κι αγωνιούσα να μάθω από πού πήγαζε εκείνη η θλίψη που αντίκριζα στα μάτια του. Ίσως εν μέρει, να μου θύμιζε και τον εαυτό μου.

Του πρότεινα πάντα να έρχεται μαζί μας για φαγητό ή όταν πηγαίναμε σινεμά κι ακολουθούσε. Ήθελα να τον συστήσω σε κάποιους φίλους που είχαν μια μπάντα μήπως και ήθελε να ξεκινήσει να παίζει μαζί τους μουσική. Αρνήθηκε κατηγορηματικά λέγοντας πως η μουσική του είναι κάτι πολύ προσωπικό και δε θέλει να την μοιράζεται με κανέναν.

Ύστερα από κάποιες εβδομάδες τον έπεισα να μου παίξει στην κιθάρα ένα τραγούδι που είχε γράψει και όπως μου είχε πει, ήταν απ' τα αγαπημένα του. Το τραγούδι ονομαζόταν: 'Ο άνθρωπος που περπατάει ξυστά στον τοίχο'. Γέλασα όταν άκουσα τον τίτλο, αλλά σοβαρεύτηκα αμέσως όταν τον άκουσα να μου λέει αυστηρά πως το τραγούδι είναι σοβαρό κι όχι για γέλια. Περίμενα λίγη ώρα μέχρι ν' αποφασίσει να ξεκινήσει κι όταν επιτέλους άρχισε να παίζει, ένιωσα πως χάθηκε ο κόσμος από γύρω μου. Έμεινα εκστατική να τον ακούω και στο τέλος μόνο που δεν έβαλα τα κλάματα. Έμοιαζε κι εκείνος πολύ ταραγμένος και μείναμε λίγη ώρα μέσα σε μια αμήχανη σιωπή.

-Αυτός ο άνθρωπος στο τραγούδι είσαι εσύ; τον ρώτησα.

Χωρίς να σηκώσει το κεφάλι να με κοιτάξει, γύρισε την πλάτη και ξάπλωσε στο κρεβάτι του. Μ' έκλεινε απ' έξω και ύψωνε πάλι ανάμεσά μας εκείνο το τείχος, το οποίο ήταν αδύνατο να σπάσω. Ήξερα πως ήθελε να μείνει μόνος κι έτσι έφυγα.

Πέρασαν κάποιες εβδομάδες και μια νύχτα, πρέπει να ήταν μεσάνυχτα, χτύπησε το τηλέφωνο. Σηκώθηκα αλαφιασμένη ν' απαντήσω κι ήταν εκείνος. Ίσα που άκουγα τη φωνή του. Μου ζητούσε να πάω να τον δω. Ένιωσα ότι με χρειαζόταν. Ντύθηκα γρήγορα κι έτρεξα στο σπίτι του. Το δωμάτιο ήταν γεμάτο με πεταμένα χαρτιά κι άδεια μπουκάλια μπύρας σκορπισμένα στο πάτωμα. Κάθισε στην άκρη του κρεβατιού του κι άνοιξε τα χέρια του να με αγκαλιάσει. Δεν είχε ξανακάνει ποτέ κάτι τέτοιο. Τον αγκάλιασα και χώθηκα στην αγκαλιά του. Μείναμε έτσι αρκετή ώρα. Σήκωσα το κεφάλι να τον κοιτάξω και είδα πως τα μάτια του είχαν βουρκώσει. Τον άκουσα να μου ψιθυρίζει να κλείσω τα μάτια. Τα έκλεισα και με φίλησε. Κάναμε έρωτα όλο το βράδυ υπό τους ήχους των τραγουδιών του Τομ Γουέιτς. Όταν κοιμήθηκε, τον κρατούσα αγκαλιά μέχρι το πρωί κι έμεινα ξύπνια ακούγοντας τη βραχνή ανάσα του κι αναρωτώντας τι να ονειρεύεται ή σε ποιον κόσμο να ταξιδεύει. Υπέθεσα πως κάπως έτσι θα ήταν η ευτυχία. Αν διαρκούσε.

Το επόμενο πρωί σχεδόν δεν μου μιλούσε. Δεν ήξερα τι σκεφτόταν, τι ήθελε και φοβόμουν να τον ρωτήσω. Νόμιζα πως μετάνιωσε που με άφησε να εισβάλλω στον κόσμο του.

-Πώς κοιμήθηκες; με ρώτησε.
-Δεν κοιμήθηκα. Σε κοιτούσα όλο το βράδυ. Το τραγούδι που μου έπαιξες την προηγούμενη φορά, με συγκίνησε πάρα πολύ. Θα ήθελα να μάθω περισσότερα γι' αυτόν τον άνθρωπο. Μίλησέ μου.
-Όταν έρθει η ώρα.

Για την επόμενη μία εβδομάδα δεν απαντούσε στα τηλέφωνα. Φοβήθηκα μήπως έπαθε τίποτα. Αναγκάστηκα να περάσω απ' το σπίτι του δύο φορές, αλλά δεν ήταν εκεί. Δεν τον έβρισκα πουθενά. Αποφάσισα να τον αφήσω να επικοινωνήσει μόλις θα ένιωθε έτοιμος.

Ένα μήνα μετά, έλαβα μια κάρτα απ' το Παρίσι όπου μου έγραφε πως με ευχαριστούσε για όσα είχα κάνει για εκείνον, πως ήταν ευγνώμων που με είχε γνωρίσει και πως κατάφερε ν΄ανεβεί σ' ένα από κείνα τα τραίνα που πάντα ήθελε και να δραπετεύσει. Είχε αποφασίσει να ταξιδέψει και όταν κάποια στιγμή επέστρεφε, είπε πως θα ήμουν ο πρώτος άνθρωπος που θ' αναζητούσε να δει.

Πέρασαν δύο χρόνια από τότε. Δεν επέστρεψε ποτέ. Ακόμη αναρωτιέμαι ποιος ήταν εκείνος ο άνθρωπος με τα μυστήρια υγρά μάτια κι αν κατάφερε τελικά να περπατήσει κόντρα στον τοίχο. Σ' εκείνον τον τοίχο που ακόμη ανυψωνόταν ανάμεσά μας.
 

ΤΣΑΡΛΣ ΜΠΟΥΚΟΦΣΚΙ, 4 ΠΟΙΗΜΑΤΑ, ΜΕΡΟΣ Γ'







Τέλεια σιωπή

Όλα αυτά τα φλεγόμενα
μάτια
όλες αυτές οι γλυκές
συνεννοήσεις
όλη αυτή
η μάσκαρα
όλα αυτά
τα σκουλαρίκια

όλα αυτά τα ζεστά
κορμιά

τώρα θα πάνε
κάπου αλλού.

Συνειδητοποιώ
ότι
μπορεί
και να χάνω
την
τελευταία μου
ευκαιρία

βγάζοντας
το τηλέφωνο
απ' την πρίζα.

Τώρα
τηλεφωνώ
μόνο
απ' έξω
για ένα ασθενοφόρο,
την πυροσβεστική
ή την αστυνομία.

Βρίσκομαι πάλι
εκεί
που βρισκόμουν
χρόνια πριν:
Δε θέλω ν' ακούσω
μια ανθρώπινη φωνή
να μου πει τα καλά νέα.

Το έχω
εκτός πρίζας.

Το για ποιον
χτυπά ή καμπάνα
δεν είναι για μένα

Ας είναι
για σένα.


Καθώς ο Βούδας χαμογελάει

Οι κυρίες με μπλε και πράσινα και κόκκινα,
οι κυρίες με όλα τους τα χρώματα,
κάνουν κύκλους.

*

Δεν υπάρχει τίποτα
που να συγκρίνεται
με την αλαζονεία
ενός αρχάριου συγγραφέα
εκτός και αν πρόκειται
για την έπαρση
ενός επιτυχημένου.

*

Ο θυμός δεν είναι
παρά μια μάσκα
που δεν καλύπτει
τίποτα.

*

Την κοιτάζω
καθώς κάθεται στο μπαρ

είναι το καλύτερο
θέαμα:

σιωπηλή, ακτινοβολούσα,
πουθενά.

*

Ο ίδιος ήλιος
ανάκατος και αλεσμένος
να χορεύει με κατεύθυνση
προς ό,τι έχει απομείνει
από το μυαλό σου.

*

Συνεχίζω να αναλογίζομαι
τον αστάθμητο παράγοντα.
Ο Αδάμ και η Εύα χωρίς αφαλούς;
Και αν ναι, γιατί;

*

Μερικές φορές
τα μικρά παιδιά
ξυπνάνε ουρλιάζοντας
καθώς κάτι
πηδάει προς το μέρος τους,
κάτι που δεν είχαν ξαναδεί
ποτέ πριν.

*

Αν μπορούμε να γελάμε, καλώς.
Κι αν πρέπει να κλαίμε, ας κλαίμε.

*

Το ένα καλοκαίρι
διαδέχθηκε το άλλο
ο ένας ψύλλος πήδηξε τον άλλο
καθώς οι γονείς μου
ετοιμάστηκαν για έναν
πρόωρο τάφο.

*

Το ράδιο των 3 π.μ.
τραγουδάει
καθώς ένα σμήνος
από μικροσκοπικά
πετούμενα έντομα
έρχονται βιαστικά
δίπλα μου
να μου κρατήσουν
συντροφιά.

*

Καθώς οι κύκνοι κάνουν κύκλους
οι πραγματικά καταδικασμένοι
είναι οι πραγματικά ταλαντούχοι,
καθώς οι κύκνοι κάνουν κύκλους
οι πραγματικά ταλαντούχοι
είναι οι πραγματικά καταδικασμένοι,
καθώς οι κύκνοι κάνουν κύκλους.

*

Είναι πιο εύκολο
να γράψεις μια συμφωνία
από το ν' αγαπάς και να σέβεσαι
τον γείτονά σου.

*

Με κατεβασμένο
το κεφάλι
κάθομαι δίπλα στο τζάκι
κοιτώντας τα παπούτσια μου
καθώς η σύζυγος μου λέει
πόσο καλά φαίνομαι.

*

Ο καθένας θα μπορούσε
να είναι ιδιοφυία στα 25.
Στα 50, χρειάζεται μια κάποια
προσπάθεια.

*

Σκέφτομαι τον Λι Πω
τόσους αιώνες πριν
να πίνει το κρασί του
να γράφει τα ποιήματά του
μετά να τους βάζει φωτιά
και να τα στέλνει να επιπλεύσουν
στο ποτάμι
καθώς ο αυτοκράτορας
έκλαψε.

*

Ανάβω άλλο ένα τσιγάρο
και περιμένω υπομονετικά
την κυρα τύχη
να έρθει.

*

Πρέπει απλά να ξεφορτωθούμε
όλους αυτούς τους φτωχούς
ανθρώπους
που τρώνε πίτσα
και πηγαίνουν σε αγώνες
μπέιζμπολ.

*

Πυροβόλησα τη γάτα
έκλεψα ένα λεξικό Γουέμπστερ
κι έφαγα ένα πράσινο μήλο.

*

Ο ίδιος ήλιος
ανάκατος κι αλεσμένος
να χορεύει με κατεύθυνση
προς ό,τι έχει απομείνει
από το μυαλό σου.

*

Ω, Θεέ μου
όλος αυτός ο ανόητος
μπλε ουρανός.

*

Παίρνω αυτή την ευερέθιστη
καρδιά μου
και την πετάω μακριά
όσο πιο πολύ μέσα στο σκοτάδι
μπορώ
και γελάω.

*
Είμαι
σαν έντομο
σαν σκύλος
σαν λουλούδι.

Το μαχαίρι
κόβει τον ήλιο.
Το πιάτο σπάει.
Η γάτα χασμουριέται.

*

Ο κάποτε νέος
ήρωας
μεγάλωσε
καθώς ο Βούδας
χαμογελάει.


Κατευθυνόμενος προς την ηλικία των 73


Ναι, είναι αλήθεια -ωριμάζω.
τον παλιό καιρό
για να περάσεις απ' το δωμάτιό μου
έπρεπε να περπατήσεις γύρω και ανάμεσα
από άδεια μπουκάλια.
τώρα, αφού τα αδειάσω
τα σωρεύω προσεκτικά
σε χαρτοκιβώτια.
είμαι καλός πολίτης τώρα,
μαζεύω τα μπουκάλια
για να τα δώσω για ανακύκλωση
στην πόλη του Λος Άντζελες.
και δεν έχω δει το εσωτερικό
μιας μεθυσμένης δεξαμενής
για δέκα ολόκληρα χρόνια.
(Κλειδώνω την πόρτα όταν πίνω
και προκαλώ μόνο σε μένα
τη ζημιά.)
βαρετό, έτσι δεν είναι;
αλλά δεν είναι και τόσο κακό,
ακούγοντας Μάλερ
καθώς οι τοίχοι χορεύουν.
ως ερημίτης, είναι αρκετό
για μένα.
έτσι τώρα, επιστρέφω τους δρόμους
πάνω σε σένα,
μάγκα.


Ξιφολόγχες στο φως των κεριών

Καθώς τα πουλιά σε καταριούνται
και καθώς οι φυλακές αδειάζουν
τους μισούς νεκρούς τους
στη μετάξινη σου ποδιά,
βλέπω τις λεπτές τρίχες ενός αρουραίου
να εξερευνούν το γεμάτο μπουκάλια
αποθαρρημένο μου πάτωμα;
παχύς, παχύς, αυτός ο σερνόμενος άγγελος
και εκεί είναι ένα βιβλίο του Ρεμπώ
και αγνοεί το βιβλίο του Ρεμπώ
καθώς σωματίδια από το ρολόι
κολλάνε μέσα στο μικρό μου μυαλό
σαν βέλη που δουλεύουν πάνω σε
παλιά τραύματα
και χριστέ μου, δεν μπορώ να τα
τραβήξω έξω.

Μπορείς να πάρεις μια πεταλούδα
και να της σκίσεις τα φτερά,
μπορείς να πάρεις αυτό το δωμάτιο
και να του βάλεις φωτιά,
μπορείς να πάρεις τα κόκκαλα μου
και να τα βάψεις πράσινα
και να τα κρεμάσεις έξω στο παράθυρο
σαν να είναι γράμματα από την Ισπανία
αλλά
εγώ θα τρέχω για χρόνια μέσα στο διάδρομο
της γρανιτένιας σου καρδιάς
και τότε,
μαζί σου,
όχι χέρι-χέρι, αλλά εξίσου
μετανοιωμένοι και φτωχοί και λυπημένοι,
με όλες τις νίκες και τις ήττες
ασφαλείς στο παρελθόν,
θα είμαστε
σαν ξιφολόγχες στο φως των κεριών
με τις φωνές ν' ακούγονται,
τώρα από πίσω;
βλέπω ακούω είμαι βλέπω ακούω είμαι ήμουν ήμουν
Είμαι ακόμη αυτή τη στιγμή
αυτή είναι η στιγμή της πεταλούδας
που κοιτάζει μέσα στο στρογγυλό
βαθύ μάτι ενός άδειου μπουκαλιού
η σκιά που κινείται στον άνεμο
σαν χέρι
κάποτε εδώ
και τώρα εξαφανισμένη.

Σκέφτομαι σκέφτομαι
αλλά όχι πάρα πολύ
και παίρνω αυτό το χαρτί από
τη γραφομηχανή
καθώς κλωτσάω τον αρουραίο
που παραμένει άπραγος δίπλα μου.



ΤΣΑΡΛΣ ΜΠΟΥΚΟΦΣΚΙ, 4 ΠΟΙΗΜΑΤΑ, ΜΕΡΟΣ Β'








Ας διασκεδάσουμε

Θα υπάρχουν πάντα άνθρωποι που λένε, πάμε μια κρουαζιέρα,
ή πάμε στην Αργεντινή, ή πάμε σινεμά
ή πάμε σ' έναν αγώνα τένις ή ας πάμε να δούμε την αδερφή μου
ή τι θα έλεγες για ένα πικνίκ;
Κι εγώ δεν καταλαβαίνω τίποτα απ' όλα αυτά
γιατί για μένα
απλώς και μόνο το να περπατάω κατά μήκος του δωματίου
είναι σαν να προχωρώ ανάμεσα από φλόγες
και
το πρώτο παράξενο πρόσωπο
που θ' αντικρίσω κάθε μέρα
προσθέτει κι άλλον έναν κόμπο
στο στομάχι μου
και
δεν έχω τον χρόνο
γιατί δεν έχω πληρώσει τη θέρμανση
ούτε έχω δοκιμάσει τα λάστιχά μου
και
ένα από τα δόντια μου πονάει (στην αριστερή πλευρά)
κι έχω λάβει αμέτρητα γράμματα από τρελούς
και έχω μια ειδοποίηση από το κράτος για ένα φορολογικό ζήτημα
και χρειάζομαι ν' αλλάξω λάδι (και το αυτοκίνητό μου χρειάζεται, επίσης).

υπάρχει ένας άνθρωπος εκεί κάτω
κι απλά κάθεται στην βεράντα του.
υπάρχουν άνθρωποι που έχουν περάσει μια ολόκληρη ζωή
χωρίς να έχουν ανοιγοκλείσει τα μάτια τους.

αυτοί μπορεί να είναι οι σοφοί.
εγώ δεν είμαι ένας απ' αυτούς.
εγώ ακόμη πολεμάω δράκους στο μπουντρούμι
του ύπνου μου.

γι' αυτό αν θες να με στείλεις στην κόλαση
μια ώρα αρχύτερα
τότε ανάγκασέ με να περάσω μια ολόκληρη μέρα
στην Ντίσνεϋλαντ.


Τα απομεμονωμένα κουδούνια του σχολείου

Τα πόδια του πατέρα μου βρωμοκοπούσαν
και το χαμόγελό του ήταν σαν ένας σωρός από σκατά σκύλου.
Όποτε έβλεπα τις ζωηρές, σκληρές τρίχες απ' τα γένια του
να βρίσκονται στον νιπτήρα του μπάνιου
αηδιασμένες σκέψεις έμπαιναν στο κεφάλι μου,
ένιωθα σαν να ήμουν μέσα σε μεγάλες στοές με τρελούς για πάντα.

να είμαι το αίμα αυτού του μισητού αίματος
έκανε τα παράθυρα ανυπόφορα
και τη μουσική και τα λουλούδια και τα δέντρα
άσχημα.
αλλά ο άνθρωπος ζει: η αυτοκτονία πριν την ηλικία των 10
είναι σπάνιο φαινόμενο.

κτηνώδη ήταν οι κρίνοι
κτηνώδη το νέκταρ και το φιλί
κτηνώδη τα απομεμονωμένα κουδούνια του σχολείου.
κτηνώδη τα παιχνίδια του σόφτμπολ
κτηνώδη το ποδόσφαιρο και το βόλεϊ.
οι ουρανοί ήταν άσπροι και ψηλοί
και κοιτούσα τα πρόσωπα των παικτών
και ήταν παράξενα μασκαρεμένα.

τώρα τρώω στα καφέ
πηγαίνω σε συναυλίες
ζω με γυναίκες
χαρτοπαίζω
πίνω
περιποιούμαι τους φράχτες
αγοράζω αυτοκίνητα
έχω φίλους και
κατοικίδια.
πηγαίνω σε γάμους
κηδείες
αγώνες μποξ,
πληρώνω ένα δίκαιο μερίδιο από φόρους,
στέκομαι στην ουρά στα σούπερ μάρκετ,
καθαρίζω τα νύχια μου,
κόβω τις μακριές τρίχες απ' τα ρουθούνια μου,
κάνω ηλιοθεραπεία,
επισκευάζω τις ζημιές,
προσπαθώ να μην προσβάλλω,
γελάω,
ακούω την άποψη των εχθρών,
τηλεφωνώ σε υδραυλικούς και δικηγόρους,
ρυμουλκούμαι από βλάβες στον αυτοκινητόδρομο
καθαρίζω τα δόντια μου,
ψάχνω για ήρωες,
τυφλώνομαι όταν κοιτάζω πολύ ώρα τον ήλιο.

Τα πόδια του πατέρα μου βρωμοκοπούσαν
και το χαμόγελό του ήταν σαν ένας σωρός από σκατά σκύλου.

παντού
είναι όλα το ίδιο.


Περισσότερο από ω!

Τελειωμένος ως επακόλουθο,
γρονθοκοπημένος στη σκιά,
αφημένος να σαπίσω στην όχθη,
ανακατωμένος,
βρεγμένος,
χτυπημένος βαθιά,
ω, μαμά, τραγούδησε τραγούδια
για μένα!
Δεν μπορώ να χειριστώ
αυτή την πράξη.
Χρειάζομαι περισσότερο φως, περισσότερο φως,
περισσότερο φως τώρα!
Το γουρούνι είναι κάτω
απ' τη λεπίδα μου,
η σοπράνο στριγκλίζει ανοησίες,
το ζάρι εμφανίζεται
σαν μάτι από φίδι.
Δεν μπορώ να κρατηθώ περισσότερο
καθώς τα πλήθη από την κόλαση
βαδίζουν μέσα μου.


Ποτέ

Ξεζούμισε αυτό το επιπλέον ποίημα
εκτός κι αν έρθει από μόνο του.

αυτό είναι αυτό το επιπλέον ποίημα
και δεν έρχεται μόνο του

κι έτσι δεν περιμένω να λειτουργήσει.

Χρησιμοποιώ αυτό το ποίημα
για να γεμίσω τον χώρο
καθώς πίνω το τελευταίο μου
ποτήρι από κρασί
απόψε.

Ήταν μια ικανοποιητική νύχτα:
Είδα έναν εκπληκτικό αγώνα μποξ πριν

πουδράρισα τις γάτες για τους ψύλλους

απάντησα σε δύο γράμματα
έγραψα τέσσερα ποιήματα.

κάποιες νύχτες γράφω δέκα ποιήματα
απαντώ σε έξι γράμματα

πίνω περισσότερο

αλλά σε όλα τα πράγματα
το ιδανικό είναι μια ήπια
συνέπεια.

τώρα αυτό το ποτήρι του κρασιού
είναι σχεδόν άδειο.

Παρακολουθώ τα αυτοκίνητα
που ξεκολλιούνται απ' τον αυτοκινητόδρομο
εκεί έξω.

η ικανοποίηση μεταξύ των αγωνιών
είναι το ελιξίριο της ύπαρξης.

το ποτήρι του κρασιού είναι τώρα άδειο.

καλή
νύχτα.

ΤΣΑΡΛΣ ΜΠΟΥΚΟΦΣΚΙ, 4 ΠΟΙΗΜΑΤΑ, ΜΕΡΟΣ Α'










Η ΣΥΝΕΧΟΜΕΝΗ ΚΑΤΑΣΤΑΣΗ

Πάνω και κάτω στις λεωφόρους
οι άνθρωποι πονάνε.
κοιμούνται και πονάνε,
ξυπνάνε και πονάνε.
ακόμα και τα κτίρια πονάνε,
οι γέφυρες,
τα λουλούδια πονάνε
και δε θα υπάρξει τίποτα
που να μπορέσει να τον
απαλλάξει,
να μας απαλλάξει.
ο πόνος μένει, ο πόνος επιπλέει,
ο πόνος περιμένει.
ο πόνος είναι.

η μουσική είναι χάλια
και η αγάπη
και τα γραπτά

τώρα, εδώ σ' αυτό το μέρος
καθώς τα γράφω όλα αυτά

ή καθώς τα διαβάζεις όλα αυτά
τώρα, εκεί στο δικό σου μέρος.

ΑΥΤΟ ΤΟ ΕΙΔΟΣ ΤΗΣ ΦΩΤΙΑΣ

Κάποιες φορές πιστεύω
πως οι θεοί
επίτηδες επιμένουν να με σπρώχνουν
μέσα στη φωτιά
μόνο και μόνο
για να με ακούσουν
να ουρλιάζω
κάποιες καλές αράδες.

δεν έχουν κανένα σκοπό
να με αφήσουν να συνταξιοδοτηθώ
με το μεταξωτό κασκόλ μου στον λαιμό
να δίνω διαλέξεις στο Γιέιλ.

οι θεοί με χρειάζονται
για να τους διασκεδάζω.

πρέπει να βαριούνται τρομερά
με όλους τους υπόλοιπους

όπως κι εγώ.

και τώρα ο καπνός απ' το τσιγάρο μου
στέγνωσε.
κάθομαι εδώ
και το τινάζω
απελπισμένα.

αυτού του είδους τη φωτιά
δεν μπορούν
να μου την δώσουν.


Η ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ

Προβάλλοντας μέσα από την πίσσα
και την κατήφεια και τα ανείπωτα εμπόδια,
ανασταίνεσαι ξανά ως ένας άλλος φρικιαστικός
Λάζαρος,
έκθαμβος από τη δύναμη
της τύχης σου.
κάπου, με κάποιον τρόπο απέκτησες μια
πρόσθετη δόση αντοχής.
διάολε, δέξου τη.
την έχεις. την έχεις.
κοιτάς στον καθρέφτη του μπάνιου
ένα χαμόγελο ηλίθιου.
την γνωρίζεις την τύχη.
κάποιοι πέφτουν και ποτέ ξανά
δεν σηκώνονται.
κάτι σου φέρεται με καλοσύνη.
φεύγεις απ' τον καθρέφτη και περπατάς
ξανά μέσα στον κόσμο.
βρίσκεις μια καρέκλα, κάθεσαι, ανάβεις
ένα τσιγάρο.
επιστρέφεις ύστερα από χιλιάδες πολέμους
κοιτάζεις έξω από μια ανοιχτή πόρτα
τη νύχτα.
Ο Σιμπέλιους ακούγεται στο ράδιο.
τίποτα δεν έχει καταστραφεί.
φυσάς καπνό μέσα στη μαύρη νύχτα,
τρίβεις το δάχτυλό σου πίσω από
το αριστερό σου αυτί.
μωρό μου, τώρα, τα έχεις όλα.

ΠΕΘΑΝΕ ΣΤΙΣ 9 ΑΠΡΙΛΙΟΥ 1553

Στο κρεβάτι με γρίπη διαβάζοντας Ραμπελαί
καθώς η γάτα ροχαλίζει
η τουαλέτα του μπάνιου τσιτσιρίζει
και τα μάτια μου καίνε.

αφήνω τον Ραμπελαί κάτω
και ανοιγοκλείνω τα βλέφαρά μου.
αυτό κάνουν οι συγγραφείς
ο ένας στον άλλο.

εκείνον, τον αντικαθιστώ
με μια ταμπλέτα βιταμίνης C.

αν μπορούσαμε μόνο να καταπιούμε
τον θάνατο έτσι (νομίζω ότι μπορούμε)
ή ο θάνατος να μας κατάπινε έτσι (νομίζω
ότι μπορεί).

η ζωή δεν είναι αυτό που πιστεύουμε
ότι είναι,
είναι μόνο αυτό που φανταζόμαστε
ότι είναι.
και για εμάς, αυτό που φανταζόμαστε
είναι αυτό που γίνεται.

Φαντάζομαι τον εαυτό μου απαλλαγμένο
απ' αυτή τη γρίπη.

Βλέπω τον εαυτό μου
να παρελαύνει στα πεζοδρόμια πάλι
ανάμεσα στους καρχαρίες
αυτού του κόσμου...

εν τω μεταξύ, η γάτα, όπως
και τα περισσότερα πράγματα,
στριμώχνεται πολύ κοντά μου.
Την σπρώχνω απαλά μακριά μου,
καθώς σκέφτομαι, Ραμπελαί
ήσουν ένας πραγματικά
πολύ ενδιαφέρων άνθρωπος.

μετά τεντώνομαι
καθώς το ταβάνι με παρακολουθεί
και περιμένει.